ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ, 1830-1982

Η ιστοριογραφία της νεοελληνικής μαθηματικής εκπαίδευσης

Οι θεωρητικές αναλύσεις και εμπειρικές έρευνες που συνδέονται με την ιστορία της νεοελληνικής μαθηματικής εκπαίδευσης μπορούν να καταταγούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

  • α) εκείνες που εξετάζουν τα γενικά χαρακτηριστικά και τις τάσεις των εξελίξεων στη μαθηματική εκπαίδευση, ακολουθώντας κατά βάση το γενικότερο πλαίσιο και την ερευνητική μεθοδολογία των ιστορικών της νεοελληνικής εκπαίδευσης.
  • β) εκείνες που εξετάζουν ειδικότερα χαρακτηριστικά, όπως είναι η διδασκαλία συγκεκριμένων κλάδων των σχολικών Μαθηματικών ή ο ιδιαίτερος ρόλος του μαθήματος στις εξετάσεις πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η δεύτερη κυρίως κατηγορία ερευνών έχει αναδείξει ορισμένα κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής μαθηματικής εκπαίδευσης, τα οποία συνδέονται άμεσα με τα γενικότερα ζητήματα που αναφέραμε παραπάνω.

Για παράδειγμα, η διδασκαλία της Ευκλείδειας Γεωμετρίας στην Ελλάδα διατηρεί επί πολλές δεκαετίες μια σταθερή μορφή που παρέμεινε ουσιαστικά ανέγγιχτη ακόμη και την περίοδο της μεταρρύθμισης των «Νέων Μαθηματικών» που οδήγησε στην περιθωριοποίηση ή κατάργηση του συγκεκριμένου μαθήματος διεθνώς. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα συμμετείχε στη μεταρρυθμιστική κίνηση και τροποποίησε ανάλογα τους υπόλοιπους κλάδους των σχολικών Μαθηματικών, στην περίπτωση της Γεωμετρίας υπήρξε μια ισχυρή αντίδραση, με κυρία πηγή επιχειρηματολογίας την αρχαιοελληνική καταγωγή του μαθήματος (βλ. για λεπτομερή ανάλυση στα [3] και [18]). Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι την ίδια περίοδο ανάλογη επιχειρηματολογία χρησιμοποιήθηκε για την υποστήριξη του παραδοσιακού κλασικισμού στη νεοελληνική εκπαίδευση. Το ακόλουθο απόσπασμα από την εισήγηση που έκανε το 1958 προς την τότε κυβέρνηση, η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί για τη μελέτη των προβλημάτων της παιδείας είναι αποκαλυπτικό ([1] Τόμος Β΄, σ.231):

… το Ελληνικόν Σχολείον πρέπει να δώση εις το πρόγραμμά του εξέχουσαν θέσιν εις τα αγαθά της «κλασικής» παιδείας, όχι όμως υπό την στενήν, αλλ’ υπό την ευρείαν έννοιαν του όρου. Με την έννοιαν αυτήν αγαθά της κλασικής παιδείας δεν είναι μόνον τα ανεκτίμητα δια τους πνευματικούς θησαυρούς των κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά και τα μαθηματικά, επιστήμη εις την οποίαν διέπρεψε το ελληνικόν πνεύμα, και όργανον εξαιρετικής τελειότητος, το οποίον έκαμεν τον ανθρώπινον νούν ικανόν να πραγματοποιήση εις το πεδίον του επιστητού θαυμασίας κατακτήσεις.[51]

Δεν πρέπει λοιπόν να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι 30 χρόνια μετά, ο αρμόδιος για τη μαθηματική εκπαίδευση σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου όταν ρωτήθηκε γιατί δεν εκσυγχρονίζεται και στην Ελλάδα το μάθημα της Γεωμετρίας, απάντησε με τη χαρακτηριστική φράση «Δεν θα γίνουμε εθνικοί μειοδότες …» (βλ. αναλυτικά στο [10]). Τα παραπάνω καθιστούν ευνόητο ότι το ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολικών Μαθηματικών δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος δείκτης της προοδευτικότητας ενός αναλυτικού προγράμματος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις προθέσεις των συντακτών του.

Ένα άλλο ποιοτικό στοιχείο που έχουν αναδείξει οι νεώτερες έρευνες για τη νεοελληνική μαθηματική εκπαίδευση, είναι η καταλυτική επίδραση που έχουν στη διδασκαλία των Μαθηματικών του Λυκείου οι εξετάσεις πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η ενδελεχής ανάλυση των θεμάτων για μεγάλες χρονικές περιόδους έχει δείξει ότι πολύ συχνά τα θέματα είναι υπερβολικά σε αριθμό και εξεζητημένα ως προς το περιεχόμενο, κινούμενα στα όρια της διδακτέας-εξεταστέας ύλης ή και πέραν αυτών.[52] Αυτό το στοιχείο δηλώνει πρωταρχικά την ασύμμετρη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα θεσμικά όργανα που διαμορφώνουν τους στόχους, τα προγράμματα σπουδών και τα διδακτικά βιβλία της μαθηματικής εκπαίδευσης (Κ.Ε.Μ.Ε., Π.Ι., Ι.Ε.Π.), και την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων (επίσης θεσμικό όργανο!) που διαμορφώνει τα θέματα. Δεν είναι εδώ η θέση για να αναπτύξουμε τους λόγους αυτής της ασύμμετρης σχέσης (βλ. αναλυτικά στα [2], [4] και [5]), ούτε το ρόλο της στην επικράτηση αμιγώς φροντιστηριακών πρακτικών στη διδασκαλία των Μαθηματικών του Λυκείου και την ανάπτυξη αντίστοιχων στάσεων σχετικά με την επιμόρφωση μεταξύ των διδασκόντων (βλ. για εμπειρικά δεδομένα στα [8] και [15]).

Οι προηγούμενες επισημάνσεις αναδεικνύουν τη σημασία που έχει για την ιστορική έρευνα η μελέτη των ποιοτικών παραμέτρων του πλέγματος των παραγόντων και σχέσεων που διαμορφώνουν το συνολικό πλαίσιο της νεοελληνικής μαθηματικής εκπαίδευσης: φορείς επιστημονικής γνώσης, συντάκτες προγραμμάτων σπουδών, συγγραφείς σχολικών εγχειριδίων, εξεταστικοί μηχανισμοί, διδάσκοντες και διδακτικές πρακτικές. Στην ειδική βιβλιογραφία έχουν ήδη εντοπιστεί σημεία αιχμής και έχουν διατυπωθεί ομάδες ερευνητικών ερωτημάτων τα οποία οριοθετούν ένα ευρύ πεδίο για την ανάπτυξη νέων ερευνών (βλ. [7] και [19]).

51 Δεν είναι ίσως άσκοπο να σημειώσουμε ότι από τους υπογράφοντες την εισήγηση κανείς δεν ήταν μαθηματικός.

52 Τη διαχρονικότητα του προβλήματος τονίζει χαρακτηριστικά ο τίτλος του προαναφερθέντος τεκμηρίου 183 της συλλογής του Α. Δημαρά: Τα προβλήματα δεν ελήφθησαν εκ της διδαχθείσης ύλης.

Πλοήγηση