ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ, 1830-1982

1. Το σχολικό βιβλίο και η εικονογράφηση του (1834-1980)

της Ευαγγελίας Κανταρτζή [1]

1 Η Ευαγγελία Κανταρτζή είναι πρόεδρος του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Διάσωσης Σχολικού Υλικού (ΕΚΕΔΙΣΥ).

Το σχολικό βιβλίο κατά τον 19ο αιώνα

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θεμελιώνεται στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα με μια σειρά βασιλικών διαταγμάτων ανάμεσα στο 1834 και το 1837. Σε ένα από αυτά, στο διάταγμα του 1834 «περί βιβλιοπωλείου εν η Βασιλική τυπογραφία», προβλέπεται ότι τα βιβλία θα εκδίδονται και θα πωλούνται από τη Βασιλική τυπογραφία, ύστερα από γνωμάτευση της διορισμένης ανακριτικής επιτροπής και στα σχολεία θα χρησιμοποιούνται μόνο αυτά. Με ιδιαίτερη αυστηρότητα καθορίζεται το περιεχόμενό τους καθώς ως προϋπόθεση τίθεται «να μην εμπεριέχει διδασκαλίας ή γνώμας, επιβλαβείς δια την θρησκείαν ή την ηθικήν και πνευματικήν του ανθρώπου ανάπτυξιν και εκπαίδευσιν». Η προσπάθεια του κράτους να ασκήσει μονοπωλιακή πολιτική δημιουργεί μια σειρά από αντιπαραθέσεις και διχογνωμίες. Έτσι η κυβέρνηση καταργεί το 1838 το βασιλικό βιβλιοπωλείο και αρχίζει μια νέα φάση, του ελεύθερου ανταγωνισμού μέχρι το 1882. Το κράτος εποπτεύει τα σχολικά βιβλία με επιτροπές κρίσης, οι οποίες εγκρίνουν τα βιβλία που θεωρούν κατάλληλα. Τα βιβλία αυτά χαρακτηρίζονται «εγκεκριμένα» και συμπεριλαμβανόταν σε έναν κατάλογο ο οποίος αποστελλόταν στην αρχή του σχολικού έτους (Κανταρτζή, 1994α: 30-34∙ Κανταρτζή, 1994:44-50). (Εικ.1)

Το 1856 δημοσιεύεται το διάταγμα «περί διαγωνίσματος προς συγγραφήν προσφορωτέρων διδακτικών βιβλίων δια τα δημοτικά σχολεία» που αποσκοπεί σε έλεγχο των βιβλίων που κυκλοφορούν, καθώς φαίνεται το κράτος και οι επιτροπές κρίσης ευνοούσαν συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους ή συγγραφείς, με αποτέλεσμα  το ζήτημα των σχολικών βιβλίων να πάρει πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις. Οι αλλεπάλληλες εγκύκλιοι του 1859, 1867, 1873 δείχνουν ακόμα ότι στα σχολεία γινόταν και χρήση μη εγκεκριμένων βιβλίων.

Η κυβέρνηση του  Τρικούπη το 1882 θα καταργήσει την πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού και θα υιοθετήσει πολιτική ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού. Σύμφωνα με τη νέα πολιτική προκηρύσσεται διαγωνισμός συγγραφής σχολικών βιβλίων κάθε τέσσερα χρόνια και οι κριτικές επιτροπές εγκρίνουν ένα μόνο βιβλίο για κάθε μάθημα για μια τετραετία. Στον πρώτο διαγωνισμό που έγινε εγκρίθηκε ένα μόνο βιβλίο, το «Αλφαβητάριον» του Σκορδέλη, γι’αυτό επιτράπηκε και η ελεύθερη εισαγωγή μη εγκεκριμένων βιβλίων.

Το 1893 διατηρείται το σύστημα έγκρισης ενός μόνο βιβλίου αλλά η διάρκεια έγκρισης είναι για μια τριετία ενώ τα μέλη των κριτικών επιτροπών καθορίζονται άμεσα από τον Υπουργό. Το σύστημα της έγκρισης του ενός βιβλίου με τις αντιθέσεις και τα προβλήματα που προκάλεσε, οδήγησε σε νέο σύστημα έγκρισης με το Νόμο ΒΤΓ΄ του 1895. Ο νέος Νόμος ορίζει να κρίνονται τα βιβλία κάθε χρόνο, επιτρέπει την έγκριση περισσοτέρων βιβλίων και ορίζει τη διάρκεια έγκρισης για μια πενταετία. Η περίοδος της εκ νέου πολιτικής του ελεύθερου ανταγωνισμού επικρατεί μέχρι το 1907, με επανάληψη των ίδιων φαινομένων που είχαν παρουσιαστεί και παλαιότερα. Ο προβληματισμός για τη μορφή, το περιεχόμενο και τη γλώσσα των σχολικών βιβλίων παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονος και βρίσκει δυναμική έκφραση με τον «Νουμά» και το «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου», περιοδικά που διακρίνονται για τη συντονισμένη προσπάθειά τους για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση.

Με τον Νόμο ΓΣΑ΄ του 1907 έχουμε πάλι την επαναφορά του ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού μέχρι το 1917. Με τον Νόμο αυτό επαναφέρεται το σύστημα έγκρισης ενός μόνο βιβλίου, το οποίο εκλέγεται ανάμεσα από τρία βραβευμένα. Η επιτροπή όμως έχει δικαίωμα να μεταρρυθμίσει και να συμπληρώσει το εγκρινόμενο βιβλίο από τα άλλα δύο. Ως γλώσσα των βιβλίων ορίζεται η καθαρεύουσα ενώ η δημοτική επιτρέπεται στα ποιήματα και στις παροιμίες. Με το Νόμο αυτό κυκλοφορούν τα πρώτα κρατικά αναγνωστικά και εμφανίζεται το βιβλιόσημο (Kαρακατσούλη, 2011: 81).

Η εικονογράφηση παιδικών βιβλίων για εκπαιδευτικούς λόγους αρχίζει και αυτή με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Τότε αρχίζουν να τυπώνονται  τα πρώτα σχολικά βιβλία με άτεχνη και υποτυπώδη εικονογράφηση επηρεασμένη κυρίως από το αρχαιοελληνικό κλασικό ιδεώδες (Μπενέκος, 1998: 24). Τον 19ο αιώνα  η εικονογράφηση εξακολουθεί να είναι φτωχή και περιορισμένη στα απολύτως απαραίτητα.

Η τεχνική που ακολουθείται μέχρι το 1890 είναι της ξυλογραφίας σε όρθιο ξύλο. Την ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο αρχίζει να διδάσκει στην Ελλάδα το 1843, στο Σχολείο Καλών Τεχνών της Αθήνας, ο Αθωνίτης ιεροδιάκονος Αγαθάγγελος Τριανταφύλλου. Διάδοχός του υπήρξε ο Αριστείδης-Λουκιανός Ροβέρτος και κατόπιν ο Νικόλαος Φέρμπος.  Μαθητές των τριών αυτών δασκάλων στάθηκαν οι περισσότεροι επαγγελματίες ξυλογράφοι  ελληνικών εντύπων του 19ου αιώνα (Περικλής Σκιαδόπουλος, Παναγιώτης Πολυχρόνης, Ιωάννης Οικονόμου, Ελευθέριος Καζάνης, Κωνσταντίνος Καρυστινός, Αριστείδης Λάιος (Παυλόπουλος, 1996: 31).

Πολλές ξυλογραφίες που χρησιμοποιούνται στις εκδόσεις της εποχής  είναι παρμένες από βιβλία του εξωτερικού και επαναλαμβάνονται πολλές φορές σε διαφορετικά βιβλία. (π.χ. η γάτα, το λιοντάρι, ο αετός). Οι Έλληνες τεχνίτες ξυλογράφοι προσάρμοζαν την πρωτότυπη εικόνα στο ζητούμενο μέγεθος, αφαιρώντας συνήθως τις πολλές λεπτομέρειες.

Στα σχολικά βιβλία η εικονογράφηση εισάγεται με την «Ελληνική Χρηστομάθεια» του Ραγκαβή (1841). Οι εικόνες που χρησιμοποιούνται βέβαια στα σχολικά βιβλία κυρίως εξυπηρετούν τους διδακτικούς στόχους, ιδίως στα αλφαβητάρια την εκμάθηση των γραμμάτων, και συχνά οι εικόνες που χρησιμοποιούνται επιλέγονται γι’ αυτόν τον σκοπό. Το πρώτο αναγνωστικό που εμφανίζεται με συστηματική διδασκαλία των γραμμάτων με εικόνες είναι το «Μέγα Αλφαβητάριον κατά νέαν μέθοδον συντεταγμένον» του Χ. Πούλιου το 1880. Για τη διδασκαλία των γραμμάτων σε κάθε σελίδα του αλφαβηταρίου είναι ζωγραφισμένο ένα ζώο ή ένα αντικείμενο (Κανταρτζή, 1994α: 32).

Γενικά στα αλφαβητάρια  της περιόδου μέχρι το 1880, υπάρχει περιορισμένη εικονογράφηση, κυρίως χάριν διακόσμησης. Σε δύο όμως αλφαβητάρια της περιόδου αυτής εμφανίζονται και οι εικόνες για διδακτικούς σκοπούς. Στα αλφαβητάρια του Γ. Κωνσταντινίδη και στο «Απλούν Αλφαβητάριον δια παιδιά» το οποίο εκδόθηκε στη Σμύρνη υπάρχουν εικόνες αντικειμένων μαζί με τις ονομασίες τους. Στο αλφαβητάρι της Σμύρνης μάλιστα κάτω από την ονομασία υπήρχε και μια μικρή φράση σχετική με την εικόνα. Στο αλφαβητάριο του Κωνσταντινίδη, στον πρόλογό του σημειώνεται το όνομα του εικονογράφου, ο Πλατύς, γεγονός σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής αλλά και για τα κατοπινά αλφαβητάρια, καθώς και ο σκοπός της εικονογράφησης[2].

«Ινα δε ευκολύνω την μνήμην του μαθητού εις την εκμάθησιν του αλφαβήτου, έτι δε και ψυχαγωγίας χάριν, προέταξα εκάστου γράμματος εικόνα αντικειμένου, ούτινος το όνομα άρχεται από το προκείμενον γράμμα. Εν δε τω Δευτέρω μέρει, επίσης χάριν ψυχαγωγίας, παρενέθηκα και ένδεκα ξυλογραφήματα φιλοτίμως εγχαραχθέντα υπό του ευφυούς ξυλογράφου Κυρίου Ιωάννου Γ. Πλατύ».

Τον ακαλαίσθητο και διδακτικό χαρακτήρα της εικονογράφησης στα αναγνωστικά, θα θίξει το 1897 ο Χαρίσιος Παπαμάρκου, ο οποίος θα προτείνει και ως ακραία λύση την παράλειψή της ώστε να μη βλαβεί το αισθητικό κριτήριο των παιδιών (Ασωνίτης, 2001: 106). Εξάλλου η ιστορία της εικονογράφησης του παιδικού βιβλίου δείχνει ότι η αισθητική διάσταση ήταν η τελευταία στην οποία δόθηκε σημασία.

Γύρω στα 1890 εμφανίζονται σε περιοδικά των Αθηνών οι πρώτες αδέξιες τσιγκογραφίες και φωτοτσιγκογραφίες. Εδώ αντικαθίσταται η πλάκα ξύλου από πλάκα τσίγκου για αντοχή σε πολλά τυπώματα ενώ χρησιμοποιούνται αντί για καλέμια χημικά οξέα που διαβρώνουν την πλάκα. Την τσιγκογραφία καλλιεργούν στην Ελλάδα παλιοί ξυλογράφοι όπως ο Καζάνης, ο Οικονόμου, ο Πλατύς και ο Αριστείδης Λάιος (Κανταρτζή, 2006:815).

Τα θρησκευτικά και ηθικά θέματα φαίνεται να έχουν  κυρίαρχο ρόλο στο περιεχόμενο των βιβλίων και αυτό αντανακλάται και στην εικονογράφηση των βιβλίων και των περιοδικών. Η ηθικολογία και ο διδακτισμός χαρακτηρίζουν τα βιβλία της εποχής. Οι τίτλοι των βιβλίων είναι ενδεικτικοί (Μαθήματα Ηθικής, 1838, Εν Σμύρνη, Εκ της Τυπογραφίας Α. Πατρικίου,  Πατρική Συμβουλή προς τη Θυγατέρα μου, 1838, Αθήναι, Εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας). Κυκλοφορούν ακόμα πολλές διασκευές των Μύθων του Αισώπου, όπου και πάλι τονίζεται το ηθικοπλαστικό τους δίδαγμα.

Τα κοινωνικά πρότυπα που μεταφέρονται  μέσα από τα λογοτεχνικά και σχολικά βιβλία, τόσο από τα κείμενα όσο και από την εικονογράφηση, προάγουν τις  επιδιωκόμενες από την κοινωνία αρετές δηλαδή την υπακοή, την ευσέβεια, τη σύνεση, το ήθος. Τέχνη και λογοτεχνία έχουν ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα και κοινούς στόχους δηλαδή την προαγωγή των αξιών της δεδομένης κοινωνίας (Κανταρτζή, 2006: 817).

Η εικονογράφηση ακολουθεί το πνεύμα του ειδυλλιακού ρομαντισμού της εποχής αλλά και του αρχαιοελληνικού κλασικού εικαστικού  ιδεώδους. Γενικά σε ολόκληρη την περίοδο αυτή η παραγωγή των σχολικών εγχειριδίων είναι φτωχή σε ποιότητα με εξαίρεση τα βιβλία που εκδίδονται από το Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων (Κανταρτζή & Μαυρίδης, 2009).

2 Κωνσταντινίδης, Γ. (1860). Αλφαβητάριον κατά νέαν μέθοδον φιλοπονηθέν υπό Γ. Κωνσταντινίδου προς χρήσιν των παίδων, μετά τριάκοντα πέντε εικονογραφιών. Αθήναι: Τύποις Χ. Νικολαϊοδου Φιλαδελφέως (παρά τη Πύλη της Αγοράς, αριθ. 420).

Πλοήγηση