ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ, 1830-1982

Οικογένεια ή Κοινότητα;

Ο πρώτος από τους τρεις διακηρυγμένους στόχους του προγράμματος για τα αναγνωστικά της Γ΄ Δημοτικού, όπως τέθηκαν από τη «Συντακτική των Διδακτικών Βιβλίων Επιτροπεία» (18.3.1918), ήταν η προαγωγή της «κοινοτικής αλληλεγγύης».[34] Το ενδιαφέρον των μεταρρυθμιστών για την κοινότητα (την οποία κατανοούν ως μικρογραφία της κοινωνίας και όχι ως δομή οργάνωσης της συνύπαρξης των ανθρώπων διακριτή και προγενέστερη της κοινωνίας[35]) φαίνεται να εκκινά από δύο διαφορετικές αφετηρίες. Από πολιτική σκοπιά, όντας φιλελεύθεροι διανοούμενοι, προτάσσουν ως βασικό στόχο του σχολείου τη διαμόρφωση μελλοντικών πολιτών της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ατόμων, δηλαδή, που να θεωρούν ως προσωπική τους ευθύνη την πορεία του συνόλου και άρα να βιώνουν ως αυτονόητη την ενασχόλησή τους με τα κοινά. Από παιδαγωγική σκοπιά, η συγκρότηση σχολικής κοινότητας (κατά προτίμηση στο ύπαιθρο, μακριά από την πόλη) αποτελούσε βασική αρχή του ρεύματος της «Νέας Αγωγής» για λόγους που σχετίζονται με αντιλήψεις για τη φύση του παιδιού και τη μάθηση. Υποστηρίζεται, δηλαδή, πως η ανάγκη των παιδιών να συγκροτούν ομάδες είναι εγγενής (αναδύεται περίπου στην ηλικία των δώδεκα ετών) και, συνεπώς, η αγωγή οφείλει να καλλιεργεί συστηματικά την αυθόρμητη αυτή τάση και να την αξιοποιεί για τη μάθηση.[36] Το εγγενές κοινωνικό συναίσθημα, ωστόσο, δεν καλλιεργείται, σύμφωνα πάντα με τις αντιλήψεις του κινήματος της Νέας Αγωγής, από καθέδρας ή με αποστήθιση των συναφών αρετών. Η αφοσίωση στην κοινότητα, η ευθύνη για την πορεία της, η αλληλεγγύη των μελών της, όπως και η ατομική δημιουργικότητα και πρωτοβουλία, αναπτύσσονται μέσα από βιωματικές διαδικασίες, από πραγματικές καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται τα παιδιά και επιχειρούν να αντεπεξέλθουν. (εικ.23)

Στην υποστήριξη αυτού του στόχου αφιερώνεται η κεντρική θεματική του αναγνωστικού. Οι εικοσιπέντε ήρωες του αφηγήματος είναι μαθητές, απόφοιτοι του Ελληνικού Σχολείου (άρα δεκατριών ετών περίπου), οι οποίοι με την παρότρυνση του δασκάλου τους αποφασίζουν, στη διάρκεια των διακοπών, να ζήσουν για ενάμισι περίπου μήνα στην εξοχή, πάνω στα ψηλά βουνά. Αφού ξεπερνούν τα αρχικά εμπόδια (αποσπούν τη συγκατάθεση των γονιών τους και διασφαλίζουν καλύβες για κατοικία), από τη δεύτερη κιόλας ημέρα της διαμονής τους, οι πρωταρχικοί στόχοι για επιβίωση και ανεκτή διαβίωση, τους ωθούν να συγκροτηθούν σε κοινότητα: «Εικοσιέξι άνθρωποι για να ζήσουν στο βουνό, πρέπει όλα να τα κάμουν με τα χέρια τους. Να ψήνουν το ψωμί, να κουβαλούν το νερό, να βράζουν το φαΐ» (σ. 34). Οι αντίξοες συνθήκες με τις καθημερινές πρακτικές δυσκολίες αλλά και τις εξαιρετικές, επικίνδυνες καταστάσεις αποτελούν το πεδίο πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται (φανερώνονται και ενδυναμώνονται) οι επιμέρους ατομικές ικανότητες, ώστε σταδιακά αναπτύσσεται ένας υποτυπώδης καταμερισμός εργασίας. Η αστική ιδεολογία της αξιοκρατίας χωρίς να ονομάζεται αναδύεται από τα ίδια τα πράγματα. Συχνά ενάντια στην δημοκρατική ιδεολογία. Ο ίδιος ο αρχηγός (διότι κοινότητα χωρίς αρχηγό δεν νοείται), δεν εκλέγεται, αλλά επιβάλλεται με τις ικανότητές του. Είναι αυτός που θα πάρει την πρωτοβουλία όταν οι άλλοι διστάζουν, που θα οργανώσει τις κινήσεις όταν οι υπόλοιποι πελαγώνουν: «Ο Αντρέας στο σχολείο ήταν ένα παιδί. Στο βουνό νίκησε τις δυσκολίες και κυβέρνησε τους άλλους» (σ. 204). Οι υπόλοιποι του το αναγνωρίζουν αυθορμήτως: «Είχα περιέργεια να σας δώ. Ποιος είναι ο αρχηγός σας;», ρωτάει ο Δασάρχης τα παιδιά. «Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον Αντρέα».

Η κοινότητα, συνεπώς, (καλύτερα: ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Παπαντωνίου την κοινότητα), δεν αντιστρατεύεται την ανάπτυξη της ατομικότητας, αλλ’ αντιθέτως την ολοκληρώνει ενισχύοντας τα θετικά και περιορίζοντας τα αρνητικά στοιχεία των χαρακτήρων. Η λαιμαργία του Φουντούλη τιθασεύεται, η δεισιδαιμονία του Κωστάκη ανασκευάζεται, η άγονη συλλεκτική μανία του Σπύρου εγκαταλείπεται, η δειλία του Φάνη ξεπερνιέται. Όχι με τη διδαχή ή την άμεση επιβολή, αλλά με τις αναγκαιότητες και τους λογικούς περιορισμούς που επιβάλλει η συνύπαρξη και με τη συνακόλουθη ενίσχυση της αυτοσυναίσθησης: Στην πορεία, πολύ πριν το μεσημέρι, η όρεξη του Φουντούλη «έχει σημάνει μεσημέρι πολλές φορές». Άμα άγγιξε τα κουλούρια που είχε για προμήθειες «κατάλαβε πως η ζωή τους ήταν λίγη». «Πότε θα φάμε; ρώτησε […] Όλη η συντροφιά γύρισε και κοίταξε τον Φουντούλη [κι εκείνος] σα να ντράπηκε, έβγαλε το χέρι του από τα κουλούρια. Έμεινε όμως μέσα στο σακούλι ο νους του» (σ. 23).

Δεν λείπουν επίσης οι συναλλαγές (με τους Βλάχους για τρόφιμα, με τους χωρικούς για εργαλεία), εφόσον κοινότητα απομονωμένη δεν μπορεί να επιβιώσει. Δε λείπουν τα έργα διότι κοινότητα χωρίς υποδομές δεν μπορεί να προκόψει. Και προπαντός δε λείπει το κράτος και ο νόμος (και η συνεργασία με το κράτος ενάντια στους παρανόμους), διότι αποτελούν το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου η κοινότητα μπορεί να λειτουργήσει.

Λείπουν, αντιθέτως, οι εσωτερικές συγκρούσεις, εφόσον στο αστικό σύμπαν συνιστούν παθογένεια: δυσαρμονία και δυσλειτουργικότητα. Δεν εισάγονται ούτε καν για να επιλυθούν με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο. Η πειστική κατά τα άλλα κοινότητα του Παπαντωνίου αφήνεται ψεύτικα εξιδανικευμένη. Λείπει και το άλλο μισό του φεγγαριού: Τα κορίτσια. Μία μεικτή κοινότητα παιδιών ξεπερνούσε κατά πολύ τις ηθικές ανοχές της μεσοπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Ο τρόπος συγκρότησης της ομάδας (συμμαθητές απόφοιτοι του Ελληνικού Σχολείου) πρόσφερε μία λογικοφανή ερμηνεία της απουσίας. Τα Ελληνικά Σχολεία (μαθητές 11-13 ετών) ήταν σχολεία αρρένων. Με ποιον χαρακτήρα όμως να ταυτιστεί η αναγνώστρια μαθήτρια της Γ΄ Δημοτικού; Έμενε η βλαχοπούλα Αφρόδω (Αφροδίτη): Λεπτή και όμορφη («σα δεντρί»), γλυκιά και ευχάριστη («άμα η Αφρόδω χαμογελάση, όλα είναι καλά»), καλή νοικοκυρά («έγνεθε [όσο μιλούσε] για να μη χάνει καιρό»), δεν μπορούσε παρά γρήγορα να καλοπαντρευτεί («τα μάγουλα της [νύφης] ρόδιζαν όπως οι ράχες από τον ήλιο»). Διόλου τυχαία από την υπεράσπιση των Ψηλών βουνών φρόντισαν να απόσχουν οι δραστήριες και μαχητικές φεμινίστριες δασκάλες του μεσοπολέμου.

Στο άλλο άκρο του ιδεολογικού άξονα η «Επιτροπεία» των καθαρολόγων θα αγανακτήσει για την πλήρη υποκατάσταση της οικογένειας από την κοινότητα: «Αλλ’ ουδ’ η Οικογένεια ευρίσκει χάριν παρά τοις συγγραφεύσι του παραδόξου τούτου βιβλίου. Ο οικογενειακός βίος, η οικογενειακή στοργή δεν θεωρούνται υπό των συγγραφέων άξια εξάρσεως εν σχολικοίς αναγνωστικοίς βιβλίοις. Ούτως οι μαθηταί ολοκλήρου τάξεως, 26 τον αριθμόν, αφαρπάζονται από των οικογενειών των, ζώσι καθ’ άπαν το διάστημα των διακοπών μόνοι, μακράν πάσης οικογενειακής περιθάλψεως».[37] Ένα βήμα παραπέρα, ο Γ. Χατζηδάκις επιχειρεί πρώιμα, αυτό που πέντε χρόνια αργότερα, στα Μαρασλειακά, θα αναδειχθεί σε κεντρική στόχευση των συντηρητικών διανοουμένων: Να στιγματίσει τον δημοτικισμό ως δούρειο ίππο του κομμουνισμού: «…εδιδάχθησαν οι μαθηταί της Γ΄ να μη φροντίζουν περί των γονέων των, αλλά μόνο περί της κοινότητος αυτών, του Soviet…».

34 Βλ. περίληψη του σχετικού πρακτικού στο Δελτίον του Υπουργείου της Παιδείας, τχ. 3, Μάρτιος 1919, σ. 17-20.

35 Σύμφωνα με τον κλασικό διαχωρισμό του Τένις: Ferdinand Tonnies, Community and Society, Dover Publications, Νέα Υόρκη 2002, σελ. 33-37 (α΄ έκδ. 1887).

36 Και τις δύο αρχές θα επικαλεστεί ο Σωτηρίου, ό.π., σ. 47-8. Μια θεωρητική σύνοψη και οδηγίες για την έμπρακτη εφαρμογή της σχολικής κοινότητας θα επιχειρήσει αργότερα ο Μιχάλης Παπαμαύρος: Η σχολική κοινότητα, εκδ. οίκος Δημητράκου, Αθήνα 1928.

37 Έκθεσις της Επιτροπείας…, ό.π., σ. 81.

Πλοήγηση