ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ, 1830-1982

Τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα

Από το 1884 που εισάγεται το μάθημα των Ν.Ε. στο Ελληνικό σχολείο και για περίπου έναν αιώνα, η διδασκαλία του βασίστηκε αποκλειστικά στα σχολικά εγχειρίδια που κυκλοφόρησαν με τον τίτλο «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» (Ν.Α.). Από αυτά τα σχολικά εγχειρίδια ελάχιστα μόνο κυκλοφόρησαν με διαφορετικό τίτλο, όπως: 1) «Νέα Ελληνικά» 2) «Νέα Ελληνικά Αναγνώσματα» 3) «Αναγνώσματα Νεωτέρων Ελλήνων λογογράφων και ποιητών» 4) «Νεοελληνικά» και 5) «Νέα Ελληνικά - Χρηστομάθεια». Ως «Νεοελληνικά Αναγνώσματα χαρακτηρίζονται»:

Αι συλλογαί εκλογών νεωτέρων ποιητών και συγγραφέων, […] αι προωρισμέναι διά την διδασκαλίαν της νεοελληνικής γλώσσης και λογοτεχνίας εις τα ελληνικά σχολεία και γυμνάσια
(Βαλέττας, 1948: 629-30)

Πρόκειται για έναν όρο ευρύ, ακαθόριστο και ανεξέλεγκτο που αναφέρεται σε ένα πλήθος από ετερόκλητα κείμενα (δημοσιογραφικά, ιστοριογραφικά, πολιτικά, λογοτεχνικά, φιλολογικά). Τα συγκεκριμένα εγχειρίδια διδάσκονταν από το 1884 ώς το 1977/9 στους κύκλους εκπαίδευσης που αντιστοιχούν στη σημερινή Δευτεροβάθμια εκπαίδευση[13]. Εγκρίθηκαν και κυκλοφόρησαν στο πλαίσιο των παρακάτω οκτώ σειρών: 1) 1884-1909, 2) 1909-1913, 3) 1913-1917, 4) 1917-1929/30, 5) 1929/30-1938, 6) 1938-1950, 7) 1950-1956/7 και 8) 1956/7-1977/9.

Τα Ν.Α. διαφοροποιούνται από τα άλλα σχολικά βιβλία ως προς το ότι αποτελούν συλλογές ανθολογημένων κειμένων. Ως ανθολογίες παρουσιάζουν, εκ των πραγμάτων, μία εξαιρετικά επιλεγμένη μορφή του γνωστικού αντικειμένου. Παρόλα αυτά, η θεσμική τους εξέλιξη παρακολουθεί τις εξελίξεις του σχολικού εγχειριδίου στην Ελλάδα (Καψάλης, 1995: 13 κεξ.). Επίσης, επιτελούν τις περισσότερες από τις λειτουργίες που επιτελούν τα άλλα διδακτικά βιβλία και παρουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια χαρακτηριστικά.

Τα Ν.Α. που κυκλοφόρησαν στο πλαίσιο των οκτώ σειρών έχουν διαστάσεις 13-15 × 20-21,5 εκ. Τα τυπογραφικά φύλλα τους ποικίλλουν. Δηλαδή, οι σελίδες των βιβλίων αυξάνονται με την πάροδο των ετών, τόσο από τάξη σε τάξη όσο και από σειρά σε σειρά[14]. Στις σελίδες τους ανθολογούνται κείμενα γραμμένα στην καθαρεύουσα και στη δημοτική, πεζά ή ποιητικά, ανδρών κυρίως αλλά και γυναικών συγγραφέων[15]. Η θεματολογία των κειμένων αντλείται από τη θρησκευτική, εθνική, οικογενειακή, αγροτική, ναυτική και κοινωνική ζωή, την ιστορία, τη φύση, την ξενιτιά, τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις και τον κύκλο μύθων-παραδόσεων-παραμυθιών. Συνήθως, τα κείμενα πλαισιώνονται από εικόνες, χωρίς πάντα αυτές να συνδέονται με το περιεχόμενο των αναγνωσμάτων. Στα περισσότερα Ν.Α. καταχωρούνται, στις τελευταίες κυρίως σελίδες, τα βιογραφικά των ανθολογούμενων συγγραφέων. Σε άλλα παρατίθενται σχόλια ή λεξιλόγιο (υποσελίδια ή στο τέλος του βιβλίου) και σε άλλα όχι. Στη συντριπτική τους πλειονότητα περιέχουν και πίνακα περιεχομένων. Σε αυτόν αναγράφονται τα κείμενα που ανθολογούνται με ποικίλους ταξινομικούς τρόπους. Δηλαδή ταξινομούνται κατά συγγραφέα, κατά θεματικές ενότητες, με βάση δύο ή τρεις ειδολογικές κατηγορίες (πεζογραφία/ποίηση/θέατρο), κατά γραμματειακό είδος, με κριτήριο το σύστημα συναισθημάτων (θρησκευτικό, συμπαθητικό, ηθικό, ατομικό συναίσθημα κ.ά.), με βάση τη γλωσσική μορφή (καθαρεύουσα/δημοτική), χρονολογικά, κατά συλλογές ανθολόγων ή και με κάποιο μεικτό σύστημα. Όμως, η παράθεση των κειμένων δε γίνεται πάντα με βάση τον πίνακα των περιεχομένων. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κείμενα παρατίθενται στον πίνακα αταξινόμητα.

Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις μελέτες των «Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων» (Κουμπάρου, 2000: 189-338, 2003: 38-194 και Βαρελάς, 2007: 9-32) συγκλίνουν σε ορισμένες διαπιστώσεις.

Οι ανθολόγοι της πρώτης σειράς Ν.Α. που εγκρίνονται (1884-1909) είναι οι Γ. Δροσίνης, Γ. Κασδόνης, Κ. Κοφινιώτης, Χ. Πούλιος, Π. Σακελλάριος και Δ. Κολοκοτσάς. Όλες αυτές οι συλλογές δίνουν στο μάθημα των Ν.Ε. τη θέση βοηθήματος για τη διδασκαλία της Ιστορίας, εφόσον τα περισσότερα αναγνώσματα είναι ιστορικά. Ακόμα, ανθολογούνται κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Με αυτού του είδους την ανθολόγηση εκφράζονται οι εθνικές επιδιώξεις που οδήγησαν στην εισαγωγή του μαθήματος των Ν.Ε. στο Ελληνικό σχολείο. Επιπλέον, διαφαίνεται το γεγονός ότι το νέο μάθημα θα δεχτεί τις επιδράσεις από τη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, καθώς τα πρώτα Ν.Α. χαρακτηρίζονται από την πιο άκαμπτη μορφή της καθαρεύουσας.

Τα Ν.Α. των δύο επομένων σειρών (1909-1917) έχουν περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά. Σε αυτά της τέταρτης σειράς (1917-1929) παρατηρείται μια αξιοπρόσεκτη αλλαγή ως προς τη σύνθεση και το πνεύμα τους, χωρίς όμως να μπορεί να γίνει λόγος για νέα αντίληψη. Η προσπάθεια για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με κρατικούς λειτουργούς τα κύρια στελέχη του Εκπαιδευτικού Ομίλου (Δ. Γληνό, Αλ. Δελμούζο, Μ. Τριανταφυλλίδη) αποτυπώνεται εν μέρει στα Ν.Α. Τα μορφωτικά αγαθά που προσφέρουν είναι περισσότερα και η ποιότητά τους καλύτερη. Το περιεχόμενό τους πλουτίζεται με κείμενα ποιητικά και πεζά γραμμένα πια στη δημοτική. Η καθαρεύουσα των άλλων κειμένων μοιάζει λιγότερο άκαμπτη, ενώ τα ιστορικά και τα αρχαιογνωστικά κείμενα παλεύουν για την ανθολόγηση με τα καθαυτό λογοτεχνικά έργα. (εικ.29, εικ.39)

Στη συνέχεια, με βάση νέο Α.Π. στο οποίο εγγράφεται το πνεύμα της αστικής, φιλελεύθερης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1929 συντάσσεται η πέμπτη σειρά Ν.Α. (1929/30-1938). Από αυτά τα βιβλία ορισμένα διατηρούν τα βασικά στοιχεία της διαμορφωμένης παράδοσης. Άλλα, αντίθετα, προσπαθούν να εκφράσουν το προοδευτικό πνεύμα της μεταρρύθμισης με φανερές τις επιδράσεις από τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό. Η σύνταξη αυτών των προοδευτικών εγχειριδίων (συγγραφείς τους οι Η. Βουτιερίδης, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Έλατος, Α. Ταμπακοπούλου, Ε. Ουράνη, Λ. Κόττου, Ι. Πολέμης κ.ά.) αποτελεί τομή για την ιστορία του μαθήματος των Νέων Ελληνικών. (εικ.27, εικ.43)

Αργότερα, το 1937, υπό το καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936, ιδρύεται ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων. Τα Ν.Α. που εκδίδει (έκτη σειρά: 1938-1950) δεν είναι παρά εγχειρίδια πολιτικής προπαγάνδας του δικτατορικού καθεστώτος. Επιπρόσθετα, ενισχύεται η ανθολόγηση κειμένων με ιστορικό και εθνικό χαρακτήρα, δηλαδή έργων αρχαίων Ελλήνων, Βυζαντινών, παλαιών ή σύγχρονων ιστοριογράφων και εκπροσώπων της ρομαντικής σχολής. Επίσης, από τη χρονιά αυτή ενισχύεται εντυπωσιακά η ανθολόγηση έργων με θρησκευτικό χαρακτήρα και αυξάνονται τα κείμενα που απηχούν τις παραδοσιακές αρχές και τις στερεότυπες νοοτροπίες για την οικογένεια. Όμως, οι μαθητές, μελετώντας τα κατάλοιπα στοιχεία μέσα από τις συγκεκριμένες εκδοχές του παρελθόντος, εσωτερικεύουν μηνύματα και εικόνες που δεν ανταποκρίνονται στη σύγχρονή τους πραγματικότητα και διαμορφώνουν μια στρεβλή ιστορική συνείδηση για την εθνική φυσιογνωμία και την ελληνικότητα. Επίσης, αυξάνεται η ανθολόγηση των πεζών έργων σε βάρος των ποιητικών. Η επιλογή αυτή δε γίνεται, βέβαια, τυχαία. Τα πεζογραφήματα, χάρη στη μυθοπλασία τους, αναδεικνύονται σε δυναμικό φορέα ιδεολογικών προτύπων και επιπρόσθετα υπόκεινται «ευκολότερα» στις ποικίλες διασκευές που ορισμένοι ανθολόγοι αβίαστα επιχειρούν και οι κριτικές επιτροπές του Υπουργείου Παιδείας εγκρίνουν. Η ενίσχυση της ανθολόγησης με κείμενα τέτοιου χαρακτήρα διευκολύνεται χάρη στη διαδικασία που εφαρμόζεται από την πολιτεία: τα Ν.Α. του Οργανισμού συντίθενται από κείμενα τα οποία ανθολογούνται στις ποικίλες συλλογές που έχουν κατατεθεί για το διαγωνισμό[16]. (εικ.28)

Όμως, και τα επόμενα χρόνια, μετά τις τόσες πολιτικές περιπέτειες και ανατροπές μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, στα περιεχόμενα των Ν.Α. αποτυπώνεται το ίδιο πνεύμα (έβδομη και όγδοη σειρά: 1950-1956 και 1956-1977/9). Οι αισθητικές αρχές και οι απαιτήσεις της λογοτεχνίας παραμένουν στο περιθώριο. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ερμηνεύεται το γεγονός ότι στα Ν.Α. ανθολογούνται συγγραφείς, οι οποίοι κάτω από άλλες συνθήκες θα είχαν λησμονηθεί. Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η απουσία από τα εγχειρίδια ή και η καθυστερημένη εμφάνιση άλλων λογοτεχνών, κορυφαίων, παρότι η κριτική τους έχει από νωρίς επισημάνει (Ν. Βάρναλης, Ν. Βρεττάκος, Ο. Ελύτης, Γ. Θεοτοκάς, Ν. Καζαντζάκης, Γ. Ρίτσος, Γ. Σεφέρης κ.ά.). (εικ.31, εικ.32, εικ.33, εικ.34, εικ.35, εικ.36, εικ.37, εικ.38, εικ.40, εικ.41, εικ.42)

Όλα αυτά τα χρόνια, λοιπόν, στις ποικίλες επιλογές που εγγράφονται τελικά στις σελίδες των Ν.Α. ως διδακτέα ύλη, δηλαδή στις επιλογές για τους συγγραφείς που ανθολογούνται, το γραμματειακό είδος των κειμένων, τη γλωσσική τους μορφή, τη θεματολογία τους και για όλα τα άλλα στοιχεία των εγχειριδίων (εικονογράφηση, ταξινόμηση κειμένων, πίνακες περιεχομένου και λεξιλογίου, βιογραφικά στοιχεία) συναιρούνται οι αντιθέσεις αυτών που οραματίστηκαν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που μεριμνά για το κύρος του μαθήματος των Νέων Ελληνικών και αυτών που επιδίωξαν να υποτάξουν το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο στις εθνικές, με τη στενή έννοια, επιδιώξεις. Οι παραπάνω επιλογές δίνουν τελικά προτεραιότητα σε «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» που μπορούν να λειτουργήσουν ως ένας ακόμα κρίκος για την κατάδειξη της ενότητας του ελληνισμού σε χώρο και χρόνο.

Έτσι, η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών μένει εξ αρχής εγκλωβισμένη και περιορίζεται στη διδασκαλία των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων ως τελικών προϊόντων των Α.Π. και των Προκηρύξεων που υποτάσσονται στις ιδεολογικές συνιστώσες της εποχής τους.

Θα πρέπει να φθάσουμε στην περίοδο της μεταπολίτευσης, δηλαδή περίπου εκατό χρόνια μετά από την εισαγωγή του μαθήματος των Νέων Ελληνικών, για να διαπιστώσουμε μια άλλη αντιμετώπιση από την πολιτεία σε σχέση με αυτό το μάθημα και μία συντονισμένη προσπάθεια για να συγκροτηθεί το μάθημα σε σύγχρονο γνωστικό αντικείμενο[17].

13 Πρόκειται για τους εξής τύπους σχολείων: τριτάξια Ελληνικά σχολεία, τετρατάξια Γυμνάσια, εξατάξια Γυμνάσια, Ημιγυμνάσια, Πρακτικά Λύκεια, Προγυμνάσια, οκτατάξια Γυμνάσια, Γυμνάσια πρακτικής κατεύθυνσης, Γυμνάσια κλασικής κατεύθυνσης, Γυμνάσια Α΄ βαθμίδας, Γυμνάσια θεωρητικής κατεύθυνσης, Γυμνάσια θετικής κατεύθυνσης και Λύκεια γενικής κατεύθυνσης.

14 Για παράδειγμα η μέση τιμή σελίδων για την Α΄ τάξη Γυμνασίων από το 1917 έως το 1937 είναι περίπου 192, ενώ για την ίδια τάξη και βαθμίδα αλλά από το 1938 έως το 1977 είναι περίπου 266. Για την Γ΄ τάξη Γυμνασίων από το 1917 έως το 1937 η μέση τιμή σελίδων είναι περίπου 243, ενώ για την ίδια τάξη και βαθμίδα, αλλά για το διάστημα 1938-1977, είναι περίπου 313.
Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η αύξηση των τυπογραφικών φύλλων δεν είναι συνυφασμένη σε όλες τις περιπτώσεις με την αύξηση του αριθμού των κειμένων ή του αριθμού των συγγραφέων που ανθολογούνται σε κάθε εγχειρίδιο, αλλά συνδέεται συχνά με την ανθολόγηση κειμένων με μεγαλύτερη έκταση. Ένα σχετικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν η ανθολόγηση κειμένων με μεγαλύτερη έκταση συναρτάται σε όλες τις περιπτώσεις με την ηλικία και τις πνευματικές δυνάμεις των μαθητών. Όμως, τα διαθέσιμα στοιχεία της περιόδου δεν επαρκούν για σαφή συμπεράσματα.

15 Στα 129 Ν.Α. του corpus του Αρχείου Ν.Α. της Χρ. Κουμπάρου που εξετάστηκαν, ανθολογούνται έργα 480 συγγραφέων (453 ανδρών και 27 γυναικών). Επίσης, ανθολογούνται 36 έργα αγνώστων/ανώνυμων συγγραφέων, 255 δημοτικά τραγούδια, 50 λαϊκές παραδόσεις-μύθοι, 15 αποσπάσματα από το Έπος του Διγενή και ποικίλα άλλα αποσπάσματα, τα οποία φυσικά δεν καταχωρούνται ως έργα συγκεκριμένων συγγραφέων (π.χ. αποσπάσματα από εφημερίδες). Συνολικά ανθολογούνται 3.390 κείμενα από τα οποία τα 1.811 είναι πεζά (ποσοστό 53,4%) και τα 1.579 ποιητικά (ποσοστό 46,6%).
Όλα τα έργα που ανθολογούνται στις τέσσερις πρώτες σειρές των Ν.Α. είναι ελλήνων συγγραφέων. Στην 5η σειρά Ν.Α. (1929/30-1938) εισάγονται για πρώτη φορά κείμενα ξένης λογοτεχνίας σε μετάφραση για την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη των Γυμνασίων. Από εκεί και μετά εμφανίζονται σταθερά.

16 Για παράδειγμα αναφέρω τα Ν.Α. της Ε΄ τάξης Γυμνασίων του 1940. Στο εξώφυλλο του βιβλίου αναγράφεται ένας μόνο ανθολόγος (Μιχαήλ Χ. Οικονόμου), η συλλογή του οποίου έχει κερδίσει στο διαγωνισμό το πρώτο βραβείο. Από αυτή τη συλλογή ανθολογούνται στο βιβλίο που τελικά εκδίδεται από τον Ο.Ε.Σ.Β. τα περισσότερα κείμενα, καθώς η κριτική επιτροπή έκρινε ότι πληρούν σε μεγάλο βαθμό τις προδιαγραφές για την έγκριση. Όμως, από τον πίνακα των περιεχομένων κατά συλλογές, που παρατίθεται στις τελευταίες σελίδες, προκύπτει ότι έχουν αντληθεί και κείμενα από άλλες συλλογές δέκα συνολικά ανθολόγων.

17 Η νέα αντίληψη για το γνωστικό αντικείμενο των Ν.Ε. συνδέεται με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, η οποία αντανακλά τις συγκλονιστικές εμπειρίες από τη δικτατορία, τις κοινωνικές ανακατατάξεις και τις προσπάθειες εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτής της μεταρρύθμισης, καθιερώνεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ως γλωσσικό όργανο η «Νέα Ελληνική ομιλούμενη γλώσσα». Επίσης, το 1977 με υπουργό Παιδείας το Γ. Ράλλη και μετά από πρωτοβουλία του ΚΕΜΕ, συγκροτείται ομάδα εργασίας από φιλολόγους - εκπαιδευτικούς με σκοπό να συντάξει νέα σχολικά εγχειρίδια για το μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η προσπάθεια αυτή ολοκληρώνεται το 1982. Καρπός της είναι τα έξι βιβλία που φέρουν τον τίτλο «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας». Τέλος, το μάθημα των Ν.Ε. μετονομάζεται σε μάθημα Νεοελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας με δύο κλάδους: α) γλωσσική διδασκαλία - έκθεση και β) διδασκαλία κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κάθε κλάδος στηρίζεται στα δικά του συγκεκριμένα διδακτικά εγχειρίδια.

Πλοήγηση