ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ, 1830-1982

Εισαγωγή

Τον Ιούλιο του 1974, ο υπουργός Παιδείας της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», ο ακαδημαϊκός Νικόλαος Λούρος, συγκρότησε μια ευρεία επιτροπή εκπαιδευτικών και παιδαγωγών που ως έργο της είχε να προτείνει τις ελάχιστες αναγκαίες αλλαγές στα εγχειρίδια, ώστε με την έναρξη του νέου σχολικού έτους να αποτυπωθεί και στο χώρο της εκπαίδευσης η μετάβαση από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία. Ανάμεσα στις αλλαγές που αποφασίστηκαν ήταν και μία, η οποία από πρώτη άποψη έμοιαζε αναχρονιστική: η εισαγωγή στη Γ΄ Δημοτικού ενός αναγνωστικού που πρωτοεγκρίθηκε 56 χρόνια νωρίτερα, το 1918. Βέβαια, δεν πρόκειται για κάποιο τυχαίο αναγνωστικό, αλλά για τα Ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου, το αναγνωστικό σύμβολο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917-20. Η μεταρρύθμιση εκείνη υπήρξε η πρώτη πετυχημένη προσπάθεια να εφαρμοστούν σε κρατικό επίπεδο οι γλωσσικές και ιδεολογικές επεξεργασίες που είχε στο μεταξύ εκπονήσει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, ένα σωματείο που συγκέντρωνε στους κόλπους του την υψηλή διανόηση των αρχών του 20ού αιώνα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. (εικ.23)

Το 1912, δυο χρόνια μετά τη συγκρότησή του, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος προκήρυξε διαγωνισμό για τη συγγραφή ενός πρότυπου αλφαβηταρίου σε γλώσσα δημοτική («κοινή ομιλουμένη»). Στην προκήρυξη δηλωνόταν ρητά πως το ουσιώδες ήταν η γλώσσα του αλφαβηταρίου. Τα υπόλοιπα αφήνονταν στη διακριτική ευχέρεια του συγγραφέα: Όσον αφορά την παιδαγωγική μέθοδο αρκούσε «οποιαδήποτε νεώτερη», ενώ όσον αφορά το περιεχόμενο –τις γνώσεις δηλαδή που θα κόμιζε και στις αξίες που θα προωθούσε το αλφαβητάριο– δεν γινόταν η παραμικρή αναφορά. Η ανταπόκριση δεν ήταν μικρή. Υποβλήθηκαν εννέα αλφαβητάρια από εννέα διαφορετικούς συγγραφείς, αλλά η Επιτροπή που όρισε ο Όμιλος δεν έκιρνε κανένα τους άξιο να τυπωθεί.[21] Ακόμα όμως και αν κάποιο προκρινόταν και τυπωνόταν δεν θα ήταν δυνατόν να δοκιμαστεί στα σχολεία, εφόσον είχε προηγηθεί, στα 1911, η συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας γλώσσας.[22]

Η ευκαιρία να παρακαμφθεί ο συνταγματικός περιορισμός, θα δοθεί πέντε χρόνια αργότερα, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ήρθε σε ρήξη με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο για τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής του κράτους, υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησή τους και προχώρησε στη συγκρότηση μιας επαναστατικής κυβέρνησης με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση εκείνη, η λεγόμενη Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης, απελευθερωμένη καθώς ήταν από τις ανάγκες των πολιτικών συμβιβασμών, νομοθέτησε ανάμεσα σε άλλα και την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού (Μάιος 1917). Όταν ένα μήνα αργότερα, τον Ιούνιο του 1917, με την παρέμβαση των συμμάχων το ελληνικό κράτος επανενώθηκε, το ιδιότυπο, επαναστατικό υπό κοινοβουλευτικό μανδύα, βενιζελικό καθεστώς της περιόδου 1917-20, επέτρεψε και στα εκπαιδευτικά ζητήματα ορισμένες επιλογές, οι οποίες υπό ομαλές πολιτικές συνθήκες φάνταζαν αδύνατες: Την παράκαμψη των εκπαιδευτικών συμβούλων και των πανεπιστημιακών και την επιβολή στην κορυφή του συστήματος των τριών ηγετικών στελεχών του Εκπαιδευτικού Ομίλου: Ο Δημήτρης Γληνός ανέλαβε Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας και οι Αλέξανδρος Δελμούζος και Μανόλης Τριανταφυλλίδης προσελήφθηκαν με προσωποπαγείς ρυθμίσεις ως «Ανώτεροι Επόπτες». Οι τρεις, αλλά κυρίως οι Δελμούζος και Τριανταφυλλίδης, ασχολήθηκαν κατά προτεραιότητα με την έκδοση των νέων αναγνωστικών της μεταρρύθμισης. Αυτή τη φορά, εκτός από τη μέριμνα για τη γλώσσα (εκδόθηκε τότε ο «κανονισμός» της δημοτικής γλώσσας, το πρόπλασμα της μεταγενέστερης Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη), δόθηκαν προς τους συγγραφείς και ορισμένες γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο και τον αξιακό προσανατολισμό των βιβλίων. Ο τελευταίος αυτός, ο αξιακός προσανατολισμός των βιβλίων, έμελλε να γίνει σύντομα το δεύτερο, μετά τη γλώσσα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις το κυρίαρχο διακύβευμα της διαμάχης δημοτικιστών - καθαρολόγων.

 

Κατά την τριετία 1917-20 εγκρίθηκαν συνολικά 13 αναγνωστικά για τις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. ζήτημα αυτό, στον ιδεολογικό προσανατολισμό των αναγνωστικών, Η πλέον χαρακτηριστική ήταν αναμφίβολα η περίπτωση του αναγνωστικού Τα ψηλά βουνά. Πράγματι, ανάμεσα στα δεκατρία συνολικά αναγνωστικά της μεταρρυθμιστικής περιόδου 1917-20 που τελικώς εγκρίθηκαν, ήταν και «Τα Ψηλά Βουνά», αναγνωστικό για την Γ΄ Δημοτικού, γραμμένο από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου.[23] Διδάχθηκε στα σχολεία για δυόμισι περίπου σχολικά έτη, από τον Ιανουάριο του 1919 ως τον Ιούνιο του 1921.[24] Όταν, ύστερα από την ήττα των βενιζελικών, τον Νοέμβριος του 1920, συγκροτήθηκε η περιβόητη «Επιτροπεία» από επιφανείς συντηρητικούς διανοούμενους (ανάμεσά τους ήταν και ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος, ο καθηγητής της Παιδαγωγικής στη μοναδική τότε Φιλοσοφική Σχολή της χώρας[25]) για να επανεξετάσει τα νέα βιβλία, το αναγνωστικό του Παπαντωνίου υπέστη την πλέον οξεία ιδεολογική κριτική. Από τις εικοσιπέντε σελίδες που η έκθεση της Επιτροπείας (η οποία δημοσιοποιηθηκε τον Μάρτιο του 1921) αφιερώνει στην κριτική του περιεχομένου των τριών εγκεκριμένων αναγνωστικών της Γ΄ Δημοτικού, οι δεκαεπτά αξιοποιούνται για να καταδειχθεί και στη συνέχεια να αποδομηθεί το αξιακό σύστημα που καθοδηγούσε την μυθιστορία των Ψηλών Βουνών.[26] Το αναγνωστικό εγκαλείται για έντεχνη και συστηματική υπονόμευση των τριών πυλώνων του ελληνισμού: Του έθνους, της θρησκείας, της οικογένειας. Η Επιτροπεία δεν καινοτόμησε. Την κατεύθυνση της κριτικής είχε ήδη από το 1920 προδιαγράψει ο έγκυρος γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις, με τη μελέτη του Γενηθήτω φως: Ο μαλλιαρισμός εις τα δημοτικά σχολεία[27]: «…περί των μεγάλων ιδανικών, της πατρίδος, της θρησκείας, ουδείς γίνεται λόγος … και αυτό το μέγιστον και τιμαλφέστατον αγαθόν της φυλής ημών, λέγω την οικογενειακήν στοργήν, φαίνεται παραμελούμενον εν τω βιβλίω τούτω».

Εγνωσμένα άλλωστε μαχητικοί, οι επιφανείς του εκπαιδευτικού δημοτικισμού δεν μπορούσαν παρά να υπερασπίσουν το έργο τους: Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης επιχειρεί καταρχάς μία γενική, θεωρητική υποστήριξη των βασικών γλωσσικών και αξιακών επιλογών που διατρέχουν τα νέα βιβλία στο σύνολό τους, για να επιμείνει στη συνέχεια περισσότερο στο επίμαχο αναγνωστικό[28], ενώ ο παιδαγωγός Κώστας Σωτηρίου θα δημοσιεύσει δεκατέσσερις μαχητικές επιφυλλίδες (εφ. Νέα Ελλάδα, Μάιος - Ιούλιος 1921), τις οποίες θα συγκεντρώσει αργότερα σε ειδικό τόμο με τίτλο: Τα Ψηλά Βουνά: Απάντηση στην Επιτροπή.[29] Είχε προηγηθεί ο Δελμούζος[30], θα ακολουθήσει ο Γληνός[31] και η διαμάχη θα γενικευθεί από τις στήλες των εφημερίδων και των παιδαγωγικών περιοδικών ξεπερνώντας κατά πολύ τον κύκλο της υψηλής διανόησης.[32]

Με τα φώτα των αντιπαρατιθέμενων προβολέων πάνω του το αναγνωστικό του Παπαντωνίου αναδεικνύεται, για τον ιστορικό της εκπαίδευσης, σε εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο. Κυρίως, διότι μία ποιοτική του ανάλυση, φωτισμένη κατάλληλα από τις βολές και αντιβολές υποστηρικτών και πολεμίων, μπορεί να συμβάλει στην περαιτέρω διασαφήνιση των ιδεολογικών συντεταγμένων της πρώτης γενιάς του εκπαιδευτικού δημοτικισμού – στην διασαφήνιση εν τέλει της ιδεολογίας του κινήματος. Αυτό ακριβώς θα επιχειρηθεί στη συνέχεια.[33]

21 Βλ. σχετικά Αλέξης Δημαράς, Το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο, Αθήνα, Ερμής, 1972, σ. ιθ΄-κ΄.

22 Βλ. Άννα Φραγκουδάκη, Ο Εκπαιδευτικός Δημοτικισμός και ο γλωσσικός συμβιβασμός του 1911, Ιωάννινα 1977.

23 Η Συντακτική Επιτροπή που συγκροτήθηκε για την αξιολόγηση των βιβλίων αποτελούνταν από τους δύο ανώτερους επόπτες, Δελμούζο και Τριανταφυλλίδη, δύο λογοτέχνες, τους Παύλο Νιρβάνα και Ζαχαρία Παπαντωνίου και έναν εκπαιδευτικός, τον δημοτικιστή επιθεωρητή και συγγραφέα σχολικών βιβλίων Δημοσθένη Ανδρεάδη. Ως συλλογικά έργα της Συντακτικής Επιτροπής, και γι’ αυτό υποδειγματικά, προβλήθηκαν το «Αλφαβητάρι με τον Ήλιο» (έργο κυρίως του Δελμούζου) και «Τα Ψηλά Βουνά», το οποίο αν και γραμμένο από τον Παπαντωνίου φαίνεται να δέχθηκε τις παρατηρήσεις των υπολοίπων μελών της Συντακτικής Επιτροπής και, οπωσδήποτε, τις γλωσσικές υποδείξεις του Τριανταφυλλίδη.

24 Η εκδοτική πορεία των Ψηλών Βουνών έχει το δικό της ενδιαφέρον: Η α΄ έκδοση (Εθνικό Τυπογραφείο, 1918) είχε προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο του 1918 με την έναρξη του σχολικού έτους, αλλά ως φαίνεται δεν είχε ολοκληρωθεί εγκαίρως η συγγραφή του (εφ. Εμπρός, 2.9.1918) και άρχισε να διατίθεται στα βιβλιοπωλεία μόλις τον Ιανουάριο του 1919 (βλ. εφ. Εμπρός, 10.1.1919). Η β΄ έκδοση (Εθνικό Τυπογραφείο, 1919) έγινε τον Οκτώβριο του 1919, αν και στο εξώφυλλο πολλών αντιτύπων αναγράφεται η ένδειξη 1918, επειδή χρησιμοποιήθηκαν εξώφυλλα που είχαν περισσέψει από την α΄ έκδοση. Τα αντίτυπα της β΄ έκδοσης ξεχωρίζουν, ωστόσο, επειδή περιέχουν μικρές, αλλά ουσιώδεις τροποποιήσεις σε σχέση με την α΄, που σκοπό είχαν να διασκεδάσουν τους επικριτές του. Η γ΄ έκδοση (Αδελφοί Ασπιώτη, 1920-21), είχε προκηρυχθεί επί κυβερνήσεως Βενιζέλου (Μάιος 1920), αλλά τα αντίτυπα παραδόθηκαν στο υπουργείο της Παιδείας τον Ιανουάριο του 1921, μετά από την ήττα των Φιλελευθέρων (Νοέμβριος 1920). Η γ΄ έκδ. είναι πανομοιότυπη με τη β΄, εκτός από τη διόρθωση ορισμένων τυπογραφικών λαθών που στο μεταξύ είχαν επισημανθεί. Οι πληροφορίες για τις τρεις εκδόσεις στο Μ. Τριανταφυλλίδης, Πριν καούν…, σ. 285, υποσημ. 41. Με το τέλος του σχολικού έτους 1920-21, όταν «λήγει η βασιλεία των μαλλιαρών βιβλίων» (δήλωση του υπουργού Παιδείας Θ. Ζαίμη, Εμπρός, 7.5.1921), τα Ψηλά Βουνά αποσύρονται. Από όσο γνωρίζω αξιοποιήθηκαν ξανά ως αναγνωστικό, της Γ΄ Δημοτικού πάντοτε, κατά τις δύο επόμενες μεταρρυθμιστικές περιόδους του μεσοπολέμου (1924-25 και 1929-32) και, συμβολικά, στη μεταπολίτευση (1974-75, πενήντα έξι χρόνια μετά τη συγγραφή τους), ενώ καταξιώθηκαν ως ελεύθερο παιδικό ανάγνωσμα, το οποίο γνώρισε και συνεχίζει να γνωρίζει πολλαπλές επανεκδόσεις.

25 Και πέντε ακόμα: Ο Ανδρέας Σκιάς, επίσης καθηγητής της Φιλοσοφικής, οι Θ. Μιχαλόπουλος, διευθυντής διδασκαλείου και πρώην βουλευτής με διακριτό ρόλο στην συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας στα 1911, Σ. Σακελλαρόπουλος, καθηγητής της Φιλοσοφικής και Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, Ι. Μεγαρεύς, Τμηματάρχης Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Χρ. Οικονόμου, Εκπαιδευτικός Σύμβουλος. Υπουργός Παιδείας στη συγκυρία αυτή ήταν ο Θ. Ζαΐμης και πρωθυπουργός ο Δ. Ράλλης (αλλά πραγματικός ηγέτης της αντιβενιζελικής παράταξης ο Δ. Γούναρης).

26 Πέντε σελίδες αφιερώνονται στην κριτική του αναγνωστικού των Καρκαβίτσα-Παπαμιχαήλ και τρεις στο αναγνωστικό των Κουρτίδη-Κονιδάρη-Καλαρά. Από τις οκτώ τελικές προτάσεις της «Επιτροπείας» υπογραμμίζουμε την περισσότερο γνωστή: «Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι τα (…) υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως». Έκθεσις της Επιτροπείας της διορισθείσης προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1992, σ. 170. Η α΄ έκδοση κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1921 σε 20.000 αντίτυπα.

27 Γ. Ν. Χατζιδάκις, Γενηθήτω φως: Ο μαλλιαρισμός εις τα δημοτικά σχολεία, Εν Αθήναις, Τυπογραφείο της Β. Αυλής Α. Ραφτάνη, 1920.

28 Μ. Τριανταφυλλίδη, Πριν καούν: Η αλήθεια για τ’ αναγνωστικά της δημοτικής, Αθήνα 1921 (ανάτυπο από το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τ. 9, 1921, σελ. 177-322).

29 Αθήνα, εκδ. Αθηνά, 1923. Οι επιφυλλίδες στην εφ. Νέα Ελλάδα έφεραν γενικό τίτλο: «Η εκπαιδευτική μεταρρύθμισις και η επίσημος επιτροπή».

30 Αλέξανδρος Δελμούζος, «Η αντίδραση», Δελτίον του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τ. Ζ΄, 1919.

31 Ο Δημήτρης Γληνός επικεντρώθηκε στην υπεράσπιση του αλφαβηταρίου της μεταρρύθμισης εκδίδοντας με ψευδώνυμο (Αντώνης Γαβριήλ) το έξοχα ειρωνικό βιβλίο Οι χοίροι υΐζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν, Εν Αθήναις, εκδ. Δημητράκου 1921 (ακολούθησε η β΄ έκδοση στα 1924 και μία πρόσφατη ανατύπωση, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1995).

32 Ενδεικτικά, στο περιοδικό Ερμής της περιόδου 1920-22 εντόπισα δώδεκα κείμενα δασκάλων που εμπλέκονται στη διαμάχη: Εννέα δημοτικιστές, τρεις καθαρευουσιάνοι. Βλ. ενδεικτικά το κείμενο «Ναι, να καούν» (τίτλος ειρωνικός), γραμμένο από τον Χρήστο Ράικο, γενικού γραμματέα της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας, αναδημοσιευμένο στο παράρτημα της μονογραφίας μου Δάσκαλοι και Εκπαιδευτικός Δημοτικισμός, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2001.

33 Σε (ποσοτική) ανάλυση περιεχομένου τα Ψηλά Βουνά έχουν ήδη υποβληθεί, από κοινού με άλλα δώδεκα αναγνωστικά του μεσοπολέμου, στην εμπεριστατωμένη μελέτη της Άννας Φραγκουδάκη Τα αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου (Αθήνα, Θεμέλιο, 1977, βλ. ιδιαιτέρως σελ. 139-177). Τα Ψηλά Βουνά αξιολογούνται εκεί ως το «καλύτερο» και «προοδευτικότερο» από όλα τα εγχώρια αναγνωστικά, όσα κυκλοφόρησαν από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους ως την έκδοση της μελέτης. Η διαφορά της δικής μου προσπάθειας έγκειται στην εστίαση και την ιδιαίτερη στόχευση. Αξιοσημείωτες αναφορές και επισημάνσεις για τη διαμάχη γύρω από τα αναγνωστικά της μεταρρύθμισης γενικώς και τα Ψηλά Βουνά ειδικότερα, περιέχονται επίσης στο πρώτο, ιστορικό τμήμα της μελέτης των Αχιλλέα Καψάλη και Δημήτρη Χαραλάμπους, Σχολικά εγχειρίδια: Θεσμική εξέλιξη και σύγχρονη προβληματική, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007, ιδιαιτέρως σελ. 72-80. Από τις περισσότερο λογοτεχνικές προσεγγίσεις έχω υπόψη μου αυτές των Αντώνη Μπενέκου (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Αθήνα, Δίπτυχο, 1981 - 11972) και Κωνσταντίνου Μαλαφάντη («Η προσφορά του Ζαχαρία Παπαντωνίου στην παιδική λογοτεχνία και την εκπαίδευση», περ. Διαβάζω, τχ. 285, 1992).