ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ, 1830-1982

Τα αναγνωστικά και ο θεσμός της οικογένειας

Η οικογένεια αποτελεί την τελευταία παράμετρο του τρίπτυχου «Πατρίς-Θρησκεία - Οικογένεια». Η εμφάνιση αυτών των 3 θεματικών δεν είναι τυχαία. Παρουσιάζονται ιεραρχικά και η καθεμία δικαιολογείται ως συμπλήρωμα της άλλης. Ο απώτερος σκοπός της οικογένειας είναι η δημιουργία, η γέννηση και η ανατροφή των παιδιών για την περαιτέρω ενίσχυση και ιστορική συνέχεια της ελληνικής φυλής και του ελληνικού έθνους ευρύτερα.(εικ.49, εικ.50, εικ.51, εικ.52)

Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο πατέρας εμφανίζεται ξαφνικά, παρεμβαίνοντας στην συζήτησή των παιδιών του, τα οποία ανησυχούν για την υγεία της μητέρας τους. Ο πατέρας προσπαθεί να τους ηρεμήσει και να τους εξηγήσει ότι η λύση στο πρόβλημα τους είναι η προσευχή και η δέηση την Παναγία. Παρατηρείται για άλλη μια φορά πώς οι συγγραφείς των αναγνωστικών βιβλίων συμμορφώθηκαν με τις κρατικές κατευθύνσεις και αποδέχονται τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μετάδοση της μεταξικής ιδεολογίας. Μεταδίδεται το μήνυμα της στενής σχέσης μεταξύ της ελληνικής οικογένειας με την χριστιανική ορθόδοξη πίστη.

« Άνοιξε σιγά σιγά η πόρτα και φανερώθηκε ο πατέρας. Είχε ακούσει τις φωνές τους και ήρθε να ιδή τι τρέχει. Από τα λίγα που άκουσε και είδε κατάλαβε τι γινόταν μέσα στις ψυχούλες των παιδιών του. Συγκινημένος και μόλις κρατώντας τα δάκρυά του, τα πλησίασε, τ’ αγκάλιασε και τα τρία και τους είπε:
-Δεν είναι ανάγκη, χρυσά μου παιδάκια, να πουλήσετε τα παιχνίδια σας. Δε χρειάζεται να στείλετε τάματα στην εκκλησία. Η Παναγία, που βρίσκεται παντού σας άκουσε και κατάλαβε τον πόνο σας. Θα γιατρέψη τη μαμά σας».
(Αναγνωστικό Β΄, σ. 15-16).

Το αναγνωστικό βιβλίο της Γ΄ δημοτικού προβάλλει τον πατέρα ως δάσκαλο και παιδαγωγό, ο οποίος μέσα από μεταφορές και εικόνες επιχειρεί να εξηγήσει στα παιδιά, βασικά στοιχεία της καθημερινότητας, όπως την λειτουργία της ανθρώπινης καρδιάς ή την εκμάθηση «διαφόρων φρούτων». Αντλούνται παραδείγματα από τη βιολογία και τη φυσική, τα οποία αποδίδονται απλοϊκά και κατανοητά στους μαθητές και στις μαθήτριες.

«-Πατέρα πες μας και απόψε κανένα αίνιγμα, είπαν τα παιδιά. -Καλά, καλά, απάντησε ο πατέρας τους. Ακούστε λοιπόν: «Ξέρω μία πολύ περίεργη μηχανή, που δεν είναι καμωμένη από μέταλλο, ούτε από χάλκωμα, ούτε από σίδερο ούτε από ατσάλι. Αυτή η μηχανή είναι καμωμένη από κάτι που δεν είναι σκληρότερη από το μπράτσο. Μολοταύτα δεν παύει να δουλεύη. Χτυπάει περισσότερο από τέσσαρες χιλιάδες φορές την ώρα! Περισσότερο από εκατό χιλιάδες φορές την ημέρα και εκατομμύρια φορές το χρόνο. Καμιά φορά -όχι βέβαια πολύ συχνά- η μηχανή αυτή διατηρείται και εργάζεται αδιάκοπα και χτυπά ολόκληρο αιώνα. Εκατό χρόνια! Ποια είναι η μηχανή αυτή;»-Περίεργο, είπαν τα παιδιά. Ποια είναι αυτή η μηχανή, πατέρα; -Η μηχανή αυτή είναι μέσα στο στήθος σας, είπε ο πατέρας. Μαζεύει το αίμα, που είναι στις φλέβες σας και σε κάθε χτύπημά της το στέλνει να σκορπιστή σ’ όλο το σώμα σας, για να το θρέψη και να το μεγαλώση και να το συντηρήση. Μόλις σταματήση αυτή η μηχανή, δεν υπάρχει πλέον ζωή. -Είναι η καρδιά μας! Απάντησε το μεγαλύτερο παιδί!-Αυτό είναι, είπε ο πατέρας»
( Αναγνωστικό Γ΄, σ. 82-83).

Μια διαφορετική προσέγγιση πραγματοποιείται μέσα από το αναγνωστικό της Δ΄ τάξης. Εκφράζεται η αδυναμία της γιαγιάς προς την εγγονή της, την «Μαριανθούλα», καθώς περιμένει τον γιό της και πατέρα της μικρής από την ξενιτιά. Η γιαγιά σ’ αυτή την περίπτωση παρουσιάζεται ως μια γυναίκα πολύ ταλαιπωρημένη, θλιμμένη, η οποία προσπαθεί ν’ αναθρέψει μόνη της, την εγγονή της.

« Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Η μέρα πήρε να βραδιάζη και έξω έβρεχε δυνατά. Δίπλα στη γωνιά, που άναβε ολόφλογη καθόταν η γριά, η πρωτονοικοκυρά του χωριού… Η εγγονή της, η πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, κοριτσάκι οχτώ χρονώ, πηδούσε πέρα δώθε σα ζαρκάδι, δείχνοντας τη χαρά της για τη μέρα που ξημέρωνε. Έτσι, πότε έπεφτε στην αγκαλιά της γιαγιάς, για να τη χαϊδέψη και πότε πάλι βρισκόταν κοντά στις δίπλες, για να τσιμπήση κανένα καρυδότριμμα ή καμιάν ακρούλα από τις δίπλες. Η γριά όμως, κυρτωμένη από τα χρόνια, θλιμμένη από την ξενιτιά του μοναχογιού της, έλεγε στην άτακτη και ζωηρή Μαριανθούλα με κουρασμένη φωνή:
-Μη, Μαριανθούλα μου, μην κάμης ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την ξενιτιά… Έπειτα η γιαγιά, έβαλε ένα σκαμνί μπροστά από το εικονοστάσι, ανέβηκε πάνω με τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τη σβηστή καντήλα και την κατέβασε αγάλια αγάλια. Ύστερα την έχυσε στο βάθος της γωνιάς, την έπλυνε με στάχτη, τη γέμισε πάλι με καθαρό νερό και την έδωσε της Μαριανθούλας να την κρατήση… Ανέβηκε ύστερα στο σκαμνί και την κρέμασε με ευλάβεια μπροστά στο εικόνισμα. Όταν κατέβηκε, σταυροκοπήθηκε πάλι και άρχισε να πέφτη στα γόνατα και να κάνη μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της Μάνας του Θεού»
(Αναγνωστικό Δ΄, σ. 73-75).

Μέσα από τις σελίδες των αναγνωστικών βιβλίων, συμπεραίνει κανείς εύκολα ότι ο μαθητής και η μαθήτρια λοιπόν, διαπαιδαγωγούνται σύμφωνα με τα εθνικά ιδεώδη της 4ης Αυγούστου. Η λογική αυτή γίνεται πιο έντονη από τον Νοέμβριο του 1938, όπου αναλαμβάνει το υπουργείο παιδείας ο Ιωάννης Μεταξάς. Οι σημαντικότερες ηθικές αξίες που προβάλλονται μέσα από τον θεσμό της οικογένειας είναι η αγάπη και ο σεβασμός προς τους γονείς, η συνεργασία με τα μέλη της οικογένειας, η συμβολή της καθαριότητας και της υγιεινής των παιδιών, η αλληλεγγύη, η σπουδαιότητα της εργασίας, η ελεημοσύνη, όπου αμφότερες εργασία και ελεημοσύνη σχολιάσθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, η τιμιότητα, η εμμονή του καθεστώτος για την διατύπωση και μόνο της αλήθειας εκ μέρους των παιδιών. Αξίζει όμως να σημειωθεί, ότι απουσιάζουν οι έννοιες της φαντασίας και της δημιουργικότητας των παιδιών, η έλλειψη του χιούμορ στην καθημερινότητα, το στοιχείο της πρωτοτυπίας. Ουσιαστικά, το παιδί παθητικοποιείται εφόσον δεν υπάρχει η ελεύθερη βούληση και δρα σύμφωνα με τις επιθυμίες του ενήλικα γονέα/συγγενή.

Τα αναγνωστικά και το κοινωνικό φύλο

Αναμφίβολα, πρωταρχικός ρόλος ύπαρξης του γυναικείου φύλου ήταν η γέννηση και η ανατροφή των νέων Ελλήνων της χώρας. Για το μεταξικό καθεστώς, η μητρότητα αποτελούσε «θείον δώρον» και αυτή ήταν η αποστολή της. Σε πολλούς λόγους του δικτάτορα, η γυναίκα ταυτίζονταν πλήρως με τον ρόλο της μητέρας και μόνο. Η εικόνα της μητέρας ενυπάρχει σχεδόν στο σύνολο των αναγνωστικών. Η ιδιότητα της μάνας εμφανίζεται πιο έντονα στα αναγνωστικά των τεσσάρων πρώτων τάξεων. Τα αγόρια και τα κορίτσια έχουν μεγαλύτερη ανάγκη το μητρικό πρότυπο σ’ αυτές τις μικρές ηλικίες και αυτό αιτιολογεί την συχνή αναφορά των αντίστοιχων αυτών κειμένων.(εικ.49, εικ.50, εικ.53)

Έτσι, μέσα από τις σελίδες των αναγνωστικών βιβλίων, αναπτύσσονται σε μεγάλο βαθμό οι σχέσεις των αγοριών και των κοριτσιών με την μητέρα τους και δίνονται πολλές λεπτομέρειες για τον τρόπο επικοινωνίας τους. Η μητέρα είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την φροντίδα των παιδιών της, την υγεία τους και για την περαιτέρω ανατροφή τους. Δίδεται η εικόνα της μητέρας στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια ως η παιδαγωγός, ως η ηρωίδα του σπιτιού.

«-Τι επάθατε παιδιά; ρώτησε η μητέρα, όταν ο στρατός εσταμάτησε κάτω από το παράθυρο της τραπεζαρίας;
-Παίζαμε τους στρατιώτες, είπε ο Κωστάκης με κατεβασμένα μούτρα και κομπιασμένα λόγια και καθώς πολεμούσαμε, ο λοχαγός μας πληγώθηκε άσχημα!
Η μητέρα έτρεξε αμέσως έξω. Πήρε τον πληγωμένο ήρωα στην αγκαλιά της, τον έφερε μέσα κι του έπλυνε το πόδι με νερό βρασμένο που είχε πάντα μέσα σ’ ένα μπουκάλι.
-Εύγε σου! Του είπε, είσαι καλό παιδί και δεν κλαίς!».
(Αναγνωστικό Β΄, σ. 43-44).

Σ’ αυτό το απόσπασμα, η μητέρα λαμβάνει την ιδιότητα του γιατρού. Επιμελείται την πληγή του τραυματία γιού της και τον επαινεί για την γενναία στάση του.

Όμως, κάθε μητέρα δεν είναι και γιατρός. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από το αναγνωστικό της Γ΄ δημοτικού. Η μητέρα ανησυχώντας για την υγεία του γιού της, καταφεύγει σε ακραίες λύσεις, υποχρεώνοντας τον Λαζαράκη να ντύνεται με πολλά ρούχα για να τον προφυλάξει από το κρύο. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο γιατρός αντιδρά σε μια τέτοια απόφαση της μητέρας και την επιπλήττει για τους φόβους της. Διακρίνεται η υπερπροστατευτικότητα εκ μέρους της. Η μητέρα όμως, εμφανίζεται και ως πιστή, καλή χριστιανή. «Αν μου κάνη καλά το παιδί μου, έλεγε, θα τον κάνω εικόνα να τον προσκυνάω». Φαίνονται οι ανορθολογικές σκέψεις της Ελληνίδας μητέρας. Αυτό δικαιολογείται λόγω του απομονωτισμού της γυναίκας και την περιθωριοποίησή της από το κοινωνικό γίγνεσθαι.

«…Αφού είδε και απόειδε τέλος πάντων η κυρά-Καλλιόπη, ότι με τα γιατροσόφια των γυναικών το παιδί δεν μπορούσε να πάρη επάνω του, αποφάσισε να το πάη στον καθηγητή, που έβλεπε τα παιδιά τρείς φορές την εβδομάδα σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο. Ήταν ένας ξακουστός γιατρός και είχε σώσει διάφορα παιδάκια από διάφορες αρρώστιες. Απ’ αυτόν πια είχε κρεμάσει η δυστυχισμένη όλες τις ελπίδες της.
-Αν μου κάνη καλά το παιδί μου, έλεγε, θα τον κάμω εικόνα να τον προσκυνάω.
Μια Δευτέρα πρωί πήρε τον Λαζαράκη, τον έντυσε ζεστά, τον τύλιξε και μ’ ένα σαλάκι πλεχτό, αν και ήταν Σεπτέμβρης ακόμα και έκανε ζέστη και πήγε στο νοσοκομείο.
-Έλα κυρά μου, πλησίασε… είπε στη μητέρα και χαμογέλασε γλυκά στο Λαζαράκη. Το κοίταζε απ’ επάνω ως κάτω και σε μια στιγμή, κούνησε το κεφάλι του, γνέφοντας στους άλλους γιατρούς, που στέκονταν γύρω του.
-Καλά κυρά μου… είπε. Γδύσε το τώρα, να το σώσωμε!
-Να μην κρυώση, γιατρέ μου, μουρμούρισε…. Η μητέρα του Λαζαράκη του έβγαλε το σαλάκι το τυλιγμένο, έπειτα ένα παλτό, έπειτα ένα πλεχτό, έπειτα μια χοντρή φανέλα, έπειτα το πουκαμισάκι του, μια φανελίτσα κατάσαρκα.
-Εδώ δε γδύνουμε άνθρωπο κυρά μου, είπε. Ξεφλουδίζουμε κρομμύδι! Δεν έχεις και τίποτε άλλα ρούχα ακόμη να του βάλης;
-Τι να κάμω, γιατρέ μού; Μ’ όλα αυτά τα ρούχα και πάλι μου κρυώνει.
Ο καθηγητής πήρε το ακουστικό, ακούμπησε το στρογγυλό μέρος στην πλάτη του παιδιού και του είπε να βήξη και να αναπνεύση. Και έτσι τον άκουσε παντού μπροστά και πίσω.-Δεν έχει τίποτε σοβαρό, κυρά μου, το παιδί σου… είπε στη μητέρα. Θα γίνη καλά.
Δε χρειάζονται όλα αυτά τα ρούχα. Φόρεσε του μονάχα το πουκάμισό του.
-Πωπω γιατρέ μου! Έκαμε εκείνη, θα μου πουντιάσει το παιδί μου.
Ο καθηγητής την μάλωσε.
-Εσείς τα αρρωσταίνετε τα παιδιά σας, με τα πολλά τα ρούχα. Κι αυτό που σου λέω εγώ. Ο Λαζαράκης πηδούσε από τη χαρά του, που τον είχον αλαφρώσει από το βαρύ του, το φορτίο. […] Ο Λαζαράκης όχι μόνο δεν ξανακρυολόγησε πια, αλλά έγινε ένα γερό και δυνατό παιδάκι. Τώρα ο αέρας, ο ήλιος και το νερό ήταν οι καλύτεροι του φίλοι».
(Αναγνωστικό Γ΄, σ. 70-75).

Το κείμενο που αντλείται από την Ε΄ δημοτικού φέρει την εξής πρωτοτυπία. Παρουσιάζει την μητρική αγάπη να ξεπερνά κάθε εμπόδιο και δυσκολία. Η μητέρα βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή της επιχειρεί να σώσει το μωρό της, το οποίο το είχε αρπάξει ένας μεγάλος αετός και το είχε αφήσει στη φωλιά του. Η γυναίκα αυτή, θυσίασε την ίδια της τη ζωή για το βρέφος της. Η μητρική μορφή στα σχολικά εγχειρίδια παρουσιάζεται ως ηρωίδα πάντα σαν μητέρα και ποτέ ως σύζυγος. Η μητρική αγάπη προηγείται της συζυγικής-συντροφικής αγάπης. Η μητέρα πάντα με τη βοήθεια του Θεού αποκτάει δύναμη και κουράγιο και έτσι τελικά σώζει τον εαυτό της και το μωρό της. Η θεϊκή παρέμβαση αποδεικνύεται σωτήρια για ακόμα μια φορά και επαληθεύει ξανά, την σύνδεση της οικογένειας με την θρησκεία.

«…Το παιδάκι της Άννας. Το παιδάκι της Άννας. Ακούστηκε από μακριά μια δυνατή φωνή. Και πραγματικά ο αετός είχε αρπάξει το παιδάκι της Άννας, την ώρα που κοιμόταν ολομόναχο σε μια γωνιά του θερισμένου χωραφιού [..] Κάποια στιγμή, η Άννα πήδησε κάτω από την πέτρα και πέταξε ανάμεσα από τις φτέρες επάνω στις πελώριες πέτρες, γρηγορώτερα απ’ ό,τι τρέχει ο κυνηγός να πιάση το πληγωμένο πουλί κι αφοβώτερα απ’ ότι η κατσίκα παίζει ανάμεσα στους γκρεμούς. Αλλά η Θεία Πρόνοια στερέωνε κάτω από τα πόδια της κάθε πέτρα ξεκολλημένη και στα χέρια της δυνάμωνε κάθε ρίζα, που πιανότανε, για να στηριχτή. Αυτός ο φόβος σπάραζε την καρδιά της και πάλι στήριξε τις ελπίδες της στο Θεό. «Αυτός που με στηρίζη και ανεβαίνω δε θα μ’ αφήση επάνω στο βράχο». Όταν οι αετοί αντίκρισαν την απελπισμένη μητρική ματιά, δειλιάσαν και τρόμαξα., Η θαραλλέα μητέρα άπλωσε τα χέρια μέσα στη φωλιά, ανάμεσα σε ματωμένα κόκαλα κι άρπαξε το παιδί της. Δεν ήτανε πεθαμένο, όπως φοβόταν. Ήτανε ζωντανό, ανέγγιχτο και σπαργανωμένο, όπως ήτανε στο θερισμένο χωράφι, που κοιμόταν».
(Αναγνωστικό Ε΄, σ. 70-74).

 

Η φροντίδα και η επιμέλεια του σπιτιού ήταν μία από τις βασικότερες αρετές της Ελληνίδας γυναίκας. Το μεταξικό καθεστώς έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα σ’ αυτή την αξία καθότι η γυναίκα κρίνονταν κατά πολύ από τα οικοκυρικά προσόντα της. Ακόμα και τα νεαρά κορίτσια, μέσω των μαθημάτων της ΕΟΝ ήταν υποχρεωμένα να εξοικειωθούν με τα «οικιακά». Άλλωστε οι «μικρές Ελληνίδες», αποτελούν την αναγέννηση και αναδημιουργία του ελληνικού έθνους. Η λογική αυτή ταυτίζεται πλήρως με τα φασιστικά ιδεώδη του ευρωπαϊκού φασισμού της περιόδου. Στο αναγνωστικό της Ε΄ τάξης, αναδεικνύεται η οικιακή εργασία της μητέρας. Φέρει τον αποκλειστικό έλεγχο και ευθύνη για το εορταστικό δείπνο, πάλι από τον εορτασμό των ημερών του Πάσχα.

« Η μητέρα μου χώριζε τα φρεσκοπλυμένα ασπρόρουχα του καθενός. [..] Η πρώτη μας δουλειά ήταν να τραβήξωμε στην τραπεζαρία. Η μαγειρίτσα ήταν έτοιμη, οι λαμπριάτικες κουλούρες βγήκαν από το ερμάρι».
(Αναγνωστικό Ε΄, σ. 141-145).

Ο 20ος αιώνας αντιπροσωπεύεται από την «εξοχότητα της βασίλισσας Σοφίας». Η βασίλισσα αποτελεί το πρότυπο γυναίκας για την εποχή του Ιωάννη Μεταξά. Αυτό δικαιολογείται από τη στενή σχέση του Ι. Μεταξά με τη βασιλική οικογένεια. Το καθεστώς λειτουργεί προπαγανδιστικά υπέρ της βασιλικής οικογένειας. Άλλωστε, η σχέση Μεταξά και βασιλικού οίκου ξεκινάει από το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή, 1909. Έτσι, η βασίλισσα Σοφία, αν και «αείμνηστος» κατά τη μεταξική δικτατορία, ενέπνευσε το καθεστώς να εισαγάγει το παρακάτω κείμενο στο αναγνωστικό βιβλίο της ΣΤ΄ δημοτικού. Η βασίλισσα χαρακτηρίζεται ως «μία ευεργετική βασίλισσα» λόγω του φιλανθρωπικού- κοινωνικού της έργου.

«Η αείμνηστος Βασίλισσα Σοφία, η μήτηρ του Βασιλέως μας Γεωργίου Β΄, από τα παιδικά της χρόνια εδιδάχθη, ότι η ζωή είναι αδιάκοπος εκπλήρωσις υψηλού καθήκοντος προς τον πλησίον και την Πατρίδα. Με την συστηματικήν αυτήν εργασίαν διαρκώς ίδρυε και νέα ιδρύματα. Ούτω μετά τα συσσίτια και την Φιλοδασικήν Ένωσιν ίδρυσεν η Βασίλισσα Σοφία το Νοσοκομείον των Παίδων, υποδειγματικής τελειότητος. Ωργάνωσε την Χαροκόπειον Οικοκυρικήν Σχολήν αποστείλασα υποτρόφους δεσποινίδαι είς την Αμερικήν προς εκμάθησιν της οικοκυρικής. Ίδρυσε το Νοσοκομείον των Ζώων, ανέλαβε την προεδρίαν του Ερυθρού Σταυρού και έδωσε μεγάλη επέκτασιν είς το φιλανθρωπικόν του έργον [..] Η Βασίλισσα Σοφία με την ευγενή καρδίαν της και τον διαυγή της νούν έδωσε φωτεινόν υπόδειγμα υπερτέρου ανθρωπίνου βίου. Έζησε διά τον πλησίον. Εγνώρισεν όλας τάς πικρίας και τάς οδύνας της ζωής. Και το βασιλικόν στέμμα της, όταν δεν ήτο φωτοστέφανος αποστολικής κεφαλής, ήτο ακάνθινος στέφανος μαρτυρίου».
( Αναγνωστικό ΣΤ΄, σς. 170-175)
Πλοήγηση