ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ, 1830-1982

Μαγική σκέψη ή ορθός λόγος

Ο αστικός εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας θα επιτευχθεί εφόσον, εκτός των άλλων, η ορθολογική προσέγγιση και ερμηνεία του φυσικού και κοινωνικού κόσμου εξοβελίσει την παραδοσιακή μαγική (και εμμέσως τη θρησκευτική). Για την υλοποίηση αυτού του δεύτερου στόχου του προγράμματος (τη «διάλυση των προλήψεων»[38]), ο Παπαντωνίου επινοεί μία από τις κεντρικές πτυχές του αφηγήματος, τη λαϊκή δοξασία του «Αράπη» που ζει βαθιά στα βουνά, στον «αραπόβραχο», παραμονεύει τους γάμους, πετρώνει τα πεθερικά, αρπάζει τις νύφες και λιώνει τα δαχτυλίδια και τα σκουλαρίκια τους σε μεγάλες φωτιές. Από τη δεύτερη κιόλας σελίδα, η δοξασία εισάγεται έντεχνα και ελλειπτικά, κι έρχεται κατόπιν και επανέρχεται, περιοδικά, εξάπτοντας τη φαντασία του παιδιού: «Και δεν κάνει, βλέπεις, να μείνη κείνο το καντήλι δίχως λάδι. Γιατί αυτό το ρημοκλήσι είναι παλιό, από πάππου και προσπάππου. Κι όσο το καντήλι του είναι αναμμένο, φοβάται να βγεί ο ξορκισμένος». –«Και ποιος είναι αυτός ο ξορκισμένος;» –«Η ώρα η κακή του, το ξόρκι να τον πιάση! Αράπης είναι, μακριά από δω στον Αραπόβραχο κάθεται. Ναίσκε.» (σ. 68) (εικ.23)

Αριστοτεχνική σύνδεση, μέσα σε ελάχιστες γραμμές, της παράδοσης («από πάππου προσπάππου») με τη θρησκεία («το ρημοκλήσσι»), τη μαγική σκέψη και δράση («το ξόρκι να τον πιάση») και τις φυλετικές προκαταλήψεις («αράπης είναι»), ενσαρκωμένες στο πρόσωπο μιας αγαθής, μα ταυτόχρονα προληπτικής και θρησκευόμενης γριάς, γνήσιου φορέα της παραδοσιακής αγροτικής λογικής.

Στον αντίποδα, τη γοητεία της επιστημονικής αναζήτησης ενσαρκώνει ο Φάνης που ξαγρυπνά τις νύχτες για να παρατηρεί τα άστρα (σ. 32), ενώ τη νεανική αμφισβήτηση και τόλμη ο Αντρέας («Είναι ντροπή μας να φοβόμαστε σαν τις γριές», σ. 135). Οι δυο τους θα γίνουν αφορμή για την έμπρακτη διάψευση του μύθου. Με αναστολές, βεβαίως, και διαρκείς αμφιβολίες, όπως κάθε τι καινούριο στην πραγματική ζωή. Οι νεανικές μεταφυσικές ροπές ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του Κωστάκη, ο οποίος υιοθετεί τις μαγικές αφηγήσεις με ένα αξεδιάλυτο μείγμα φόβου και έλξης: «Ο Αράπης θα είναι στην κορφή. Θα κοιμάται… Θα μας ακούση, που ανεβαίνομε… Θα τιναχτή. Θα μας αρπάξη, θα μας ρίξη κάτω σε καμιά σπηλιά κατασκότεινη. Για χρόνια και χρόνια…» (σ. 136). Στην κρίσιμη όμως στιγμή, το αίσθημα της φιλίας και της αλληλεγγύης υπερισχύει, κι ο Κωστάκης ανεβαίνει στον «αραπόβραχο» για να διαπιστώσει και ο ίδιος, μέσα από την άμεση εξέταση των ίδιων των πραγμάτων, το ανυπόστατο των προλήψεων: «Οι πέτρες εκείνες ήταν πέτρες όπως όλες οι άλλες. Τις κοίταξαν καλά, τις άκουσαν, έμειναν πέτρες» (σ. 137). Στη συνέχεια έρχεται η λογική εξήγηση: «Από κοντά οι πέτρες εκείνες δεν έλεγαν τίποτα. Από μακριά όμως σχημάτιζαν ένα πρόσωπο, σαν πρόσωπο αράπη. Γι’ αυτό λοιπόν πίστεψαν οι γριές, πως εκεί κατοικεί αράπης!» (σ. 140). Όσο γι’ αυτούς, τους πρωτοπόρους, «που τόλμησαν ν’ ανεβούν και να ιδούν», η αμοιβή είναι η πραγματική μαγεία, η μαγεία της φύσης (και η πρόκληση για την κατανόησή της): «Κάτω εκεί στο βάθος, πολύ πολύ μακριά, η πλατιά θάλασσα περίμενε τον ήλιο, τον ήλιο του Φάνη … Ο ήλιος μεγάλωσε περισσότερο, κατακοκκίνισε, άγγιξε το νερό. Κι αφού κοίταξε λίγο την πλάση, βυθίστηκε. Γι’ αυτή την ομορφιά είχε χαθή ο Φάνης» (σ. 138).

Η έντεχνη ταύτιση θρησκείας και δεισιδαιμονίας δε θα μπορούσε να διαφύγει από τον εξονυχιστικό έλεγχο της «Επιτροπείας» των καθαρολόγων. Αφού επικρίνεται η απουσία συστηματικής καλλιέργειας του θρησκευτικού συναισθήματος, επισημαίνεται η τάση του συγγραφέα να αποδίδει τη θρησκευτική ενασχόληση σε «πρόσωπα προβεβηκότα εις ηλικίαν, στερούμενα μορφώσεως και μεστά δεισιδαιμονίας»[39]. Ο κίνδυνος να κατηγορηθούν για αθεΐα ήταν γνωστός στους μεταρρυθμιστές. Μία μόλις πενταετία χώριζε τη συγγραφή των Ψηλών Βουνών από τη δίκη του Δελμούζου για τα «αθεϊκά» του Βόλου (1914). Γι’ αυτό και, πιθανότατα, αυτολογοκρίνονται ευθύς εξαρχής. Στη δεύτερη, μάλιστα, έκδοση του βιβλίου προστέθηκαν συνειδητά ορισμένες φράσεις που τονίζουν το θρησκευτικό στοιχείο, όπως το μουρμουρητό του Φάνη όταν απομένει ολομόναχος στο δάσος: «Θεέ μου, φύλαξέ με» (σ. 123).[40] Παρόμοιες φράσεις και σκηνές θα συλλέξουν από το βιβλίο οι δημοτικιστές για να αποδείξουν την κακοπιστία της Επιτροπείας.[41] Είναι, όμως, αληθές, πως όσες θρησκευτικές σκηνές και φράσεις του βιβλίου παράγουν θετικές συνδηλώσεις, αντλούν από συμβολισμούς και τυποποιημένες εκφράσεις του μεσοπολεμικού λαϊκού ελληνικού πολιτισμού, και ως τέτοιες υπηρετούν το στόχο της πατριδογνωσίας μάλλον παρά της κατήχησης. Στο πεζοτράγουδο «τραγούδι στο νέο καράβι» (σ. 174-6), για παράδειγμα, ανάμεσα στα εμπορεύματα που φορτώνονται για μακρινά λιμάνια, τους ναύτες που σκαλώνουν στα σκοινιά, τις μάνες κι αδελφές που κουνούν μαντήλια αποχαιρετισμού και απεύχονται το χειρότερο («μαύρο μαντήλι να μη φορεθή για σένα»), εντάσσονται οργανικά, ως λαϊκά, τα θρησκευτικά σύμβολα: «Στην πλώρη έχεις το σταυρό. Στην πρύμνη έχεις το βαγγέλιο. Κι ανάμεσα έχεις την Παναγιά Παρθένα με το καντήλι της αναμμένο». Πρόκειται προφανώς για μια ποιητική σύνοψη της ναυτικής ζωής παρά για θεολογία. Μα αυτός ακριβώς ο τρόπος είναι παιδαγωγικά ορθός και διδακτικά αποτελεσματικός για ένα παιδί της τρίτης δημοτικού, θα ισχυριστεί ο Σωτηρίου, διότι ενδυναμώνει βιωματικά τη θρησκευτική του πίστη, έτσι ώστε, όταν στην εφηβεία τα θεολογικά δόγματα συγκρουστούν με τα πορίσματα των φυσικών επιστημών, η πίστη μόνο θα μείνει να περισώσει τη θρησκεία.[42] Τριπλή βολή: Καταδεικνύεται η παιδαγωγική ανεπάρκεια των καθαρολόγων, επικρίνεται η αρνητική τους στάση απέναντι στις φυσικές επιστήμες και υπογραμμίζεται η εγγενής αδυναμία της θρησκείας να αντιταχθεί στην επιστήμη.

38 Βλ. Δελτίον του Υπουργείου της Παιδείας, ό.π.

39 Έκθεσις της Επιτροπείας…, ό.π., σ. 81.

40 href="#_ednref40" name="_edn40" title=""> Την εσκεμμένη προσθήκη παραδέχεται ο Τριανταφυλλίδης, ό.π.

41 Σωτηρίου, ό.π., σ. 17-31.

42 Σωτηρίου, ό.π., σ. 22-23.

Εθνικισμός ή πατριωτισμός;

Η επιλογή να προταχθεί ως τρίτος στόχος «η γνώση και αγάπη της φύσης»[43] από τους υπέρμαχους του αστικού εκσυγχρονισμού της χώρας, ξαφνιάζει καταρχήν τον αναγνώστη. Φαίνεται, όμως, πως για τους δημοτικιστές η γνώση της φύσης ήταν κυρίως πατριδογνωσία. Ήταν ένας από τους τρόπους για να «ξεφύγουμε από τον κλασικισμό και να στραφούμε στην πραγματική γύρω μας ζωή».[44] Αντί να καλλιεργείται το δέος για μία ένδοξη, μα τελεσίδικα παρελθούσα Ελλάδα, θα προταχθεί η γνώση (και δι’ αυτής η αγάπη) για τη σύγχρονη Ελλάδα με τις ομορφιές και τα προβλήματά της. Ήταν επίσης ένας τρόπος να επιτευχθεί η εθνική διαπαιδαγώγηση εμμέσως, με την επαφή του παιδιού με τη φύση και τις κοινωνικές παραδόσεις της πατρίδας, χωρίς σοβινιστικά κηρύγματα και καλλιέργεια του μίσους για τα γειτονικά έθνη[45]. «Είναι κατήχηση πατριωτική», υπογραμμίζει στην εγκωμιαστική κριτική του βιβλίου ο Κωστής Παλαμάς, «βγαλμένη, γενικά, από τη γη μας με τα λουλούδια της και από το βουνό μας με τον ήλιο του, χωρίς το λογάριασμ’ ακόμα της ιστορίας και το σάλπισμα της ρητορικής».[46] (εικ.23)

Η Ελλάδα έχει μόλις διπλασιάσει τα εδάφη και τον πληθυσμό της. Ένας πληθυσμός αγροτικός στη συντριπτική του πλειονότητα, πολυεθνικός και πολύγλωσσος στις Νέες Χώρες (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη). Η κοινωνική συνοχή και η εθνική αφομοίωση δεν μπορούν να επιτευχθούν πλέον μέσω της (τρισχιλιετούς) ιστορίας και της (καθαρεύουσας) γλώσσας. Η ενότητα στο χρόνο οφείλει να παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία σε μια ενότητα στο χώρο. Ο ελληνισμός στην ελληνικότητα: Την αδιόρατη ουσία που διαποτίζει τα λαϊκά στρώματα της υπαίθρου. Με μια τέτοια συλλογιστική, άλλωστε, μπορεί να επιλυθεί και μία ακόμα εμφανής αντίφαση: Οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, οι υπέρμαχοι του αστικού εκσυγχρονισμού, προκρίνουν μία αφήγηση που εκδιπλώνεται σε μια παραδοσιακή αγροτική/ποιμενική περιοχή, αντί να προτάξουν ως πρότυπο μία από τις περισσότερο δυναμικές όψεις της χώρας, την αστική/βιομηχανική, για παράδειγμα ή τη ναυτική/εμπορική.

Στα Ψηλά βουνά η φύση που μας περιβάλλει, η πατρίδα μας, ξεδιπλώνεται στην παρατηρητικότητα των παιδιών σε όλες της τις εκδοχές. Ήρεμη: «[Τα δέντρα] έχουν χάδι και χαϊδεύουν, φωνή και λαλούνε, δεν ακούς, άμα τα φυσάει ο αέρας!» (42) Άγρια: «Άστραψε. πέντε χρυσές οχιές στριφογύρισαν με την ουρά στη γη και την κεφαλή στον ουρανό» (179). Επικίνδυνη: «Ο λύκος ακόνιζε τα δόντια του. Έκοβαν σαν το καλύτερο μαχαίρι» (151). Μεγαλοπρεπής: «Ένα λευκό ποταμάκι χυνόταν ήσυχα από το βοριά στο νότο. Κυλούσε μυριάδες μικρά άστρα, λευκά σαν ανθούς» (32). Μα εν τέλει πολύ ανθρώπινη: «Εδώ απάνω η Ρούμελη [το ποτάμι] είναι ανήσυχη. Πηδούν τα νερά της σαν τρελά παιδιά. Μόνο στον κάμπο φρονιμεύουν. Και όσο πάνε κατά τη θάλασσα, γίνονται ήσυχα και συλλογισμένα» (22).

Κάποιες φορές ο θαυμασμός εκτρέπεται, ξεπερνά το κρίσιμο όριο, το ενδιαφέρον και η αγάπη για τη φύση, γίνονται φυσιολατρεία. Ποιητική αδεία, επανεισάγεται τότε η μεταφυσική και μαγική σκέψη, της οποίας ο εξοβελισμός επιχειρήθηκε με την ιστορία του αραπόβραχου. Στο υψηλών αισθητικών αξιώσεων ποίημα «Η κατάρα του πεύκου» (105-8), η εκδίκηση της φύσης αποδίδεται με τρόπο που προσιδιάζει στις επιθυμίες της σύγχρονης «βαθιάς οικολογίας».[47] Σαν έκοψε αβασάνιστα τον μεγάλο πεύκο (σύμβολο των ζωτικών δυνάμεων της φύσης), ο Γιάννης, δεν μπόρεσε ποτέ να βγει απ’ τα ξερολίβαδα. Όσο κι αν περπατούσε έμενε στον ίδιο πάντα άγονο τόπο, καλοκαίρια και χειμώνες, ωσότου «στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, στην ερημιά». Η κριτική απόσταση των μικρών αναγνωστών παραμένει ίσως εφικτή μόνο επειδή η ιστορία του Γιάννη διαμεσολαβείται από τη μαγευτική, αλλά αμόρφωτη βλαχοπούλα Αφρόδω, η οποία επίσης τη μεταφέρει από δεύτερο χέρι, όπως τη «λένε» οι παλιότεροι. Η εκδίκηση της φύσης επανέρχεται στο τέλος του βιβλίου, αυτή τη φορά όμως ως λογική απόληξη της άλογης ανθρώπινης οικονομικής δραστηριότητας. Οι κάτοικοι από το χωριό Πουρνάρι, που «επάγγελμα είχαν να ρημάζουν το δάσος», έγιναν τελικά οι ίδιοι θύματα μιας μεγάλης νεροποντής. Οι χείμαρροι έπνιξαν σπαρτά και ζώα, και ανθρώπους ακόμα που πάλευαν να γλιτώσουν τα σπίτια τους. «Οι ίδιοι [όμως] τόφεραν το νερό που τους έπνιξε», αφού «δεν άφησαν ρίζα ξερή στις ράχες» (182).

Τελικά, αν και με τρόπο συγκριτικά άτεχνο[48], θα δώσει και ο αστικός εκσυγχρονισμός το παρόν του. Τα παιδιά θα συνεργαστούν με τους δασοφύλακες ώστε να επιβληθεί ο νόμος. Υπάρχει, άλλωστε, τρόπος να συνδυαστούν η προστασία της φύσης με την οικονομική δραστηριότητα. Ο Δασάρχης, εκπρόσωπος ενός ορθολογικού εκσυγχρονιστικού κράτους, ξεναγεί τα παιδιά στο «νεροπρίονο» (163-173). Μαθαίνουν πώς επιλέγονται προσεκτικά τα δέντρα που θα κοπούν ώστε να ανανεώνεται το δάσος, πώς δαμάζεται ο καταρράκτης για να κινήσει το πριόνι, πώς αξιοποιείται το ποτάμι για τη μεταφορά της ξυλείας. «Αειφόρο ανάπτυξη», θα την αποκαλούσαν οι οικολόγοι σήμερα.

Για τους παραδοσιακούς καθαρολόγους διανοούμενους μια τέτοια προσέγγιση συνιστά το απόλυτο εγχείρημα της υπονόμευσης του έθνους: «Οι συγγραφείς του βιβλίου περιγράφουσι μαθητάς άνευ πατρίδος και προφανώς σκοπούσι να διαπλάσωσι δι’ αυτού μαθητάς απάτριδας», καταλήγει η Επιτροπεία[49] Τα ιδεολογικά κίνητρα των μεταρρυθμιστών ήταν για τους επικριτές πασιφανή καθώς την ίδια χρονιά που τέθηκε σε εφαρμογή η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, είχε ξεσπάσει στη Ρωσία η Οκτωβριανή Επανάσταση, ενώ στα 1919 η Τρίτη Διεθνής έδινε υπόσταση στο πρόταγμα του κομμουνισμού για διεθνική οργάνωση της εργατικής τάξης: «Τούτο μόνον διαφέρουν των μπολσεβίκων [οι Ανώτεροι Επόπτες] ότι ούτοι προσπαθούν να κρύπτωνται υπό τας ευπρεπείς ονομασίας των κοινωνιολόγων και των μεταρρυθμιστών».[50]

43 Δελτίον του Υπουργείου της Παιδείας, ό.π.

44 Σωτηρίου, ό.π., 96-97.

45 Βλ. Σωτηρίου, ό.π., σ. 69-70 και Τριανταφυλλίδης, ό.π., σ. 276.

46 Βλ. Άπαντα Παλαμά, εκδ. Μπίρη, τ. Η΄, σ. 456.

47 Η φυσιολατρεία των Ψηλών Βουνών δεν διέλαθε, άλλωστε, της προσοχής των Ελλήνων ειδικών της Περιβαλλοντικής Αγωγής, βλ. http://www.aegean.gr

48 Στο τμήμα αυτό, ωστόσο, το αφήγημα ξεπέφτει στον άμεσο διδακτισμό, πράγμα που θα παραδεχτεί ο Τριανταφυλλίδης: «Εκεί πραγματικά η φυσιογνωστική διδασκαλία […] δεν μπόρεσε να υποταχτή όσο έπρεπε στη λογοτεχνική αρχή και στη σύνθεση του έργου», Τριανταφυλλίδης, ό.π., σ. 290.

49 Έκθεσις…, ό.π., σ. 79.

50 Γ. Χατζιδάκις, «Οι υπονομευταί της ελληνικής γλώσσης», εφ. Εμπρός, 30.4.1920 [Το κείμενο αυτό του Γ. Χατζιδάκι, το οποίο επικεντρώνεται στη γλώσσα χωρίς, ωστόσο, να παραλείπει εκτενείς αναφορές στην ιδεολογία των νέων αναγνωστικών –κυρίως των Ψηλών Βουνών-, δημοσιεύτηκε αρχικά σε καθημερινές συνέχειες στην εφ. Εμπρός από τις 20 Φεβρουαρίου ως 30 Μαρτίου 1920 για να εκδοθεί στη συνέχεια σε τομίδιο με τίτλο: Απάντηση στους Ανώτερους Επόπτες].

Πλοήγηση