ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ, 1830-1982

Τα αναγνωστικά της Γαλάτειας Καζαντζάκη

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1881. Ήταν το πρωτότοκο παιδί του λόγιου τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου και αδερφή της συγγραφέως Έλλης Αλεξίου. Η Γαλάτεια σπούδασε σε γαλλικό σχολείο καλογραιών, ενώ στην πνευματική της εξέλιξη συνέβαλε καθοριστικά το αναβαθμισμένο οικογενειακό της περιβάλλον, το οποίο είχε συνδεθεί με τη βελτίωση της παιδείας στην Κρήτη. Το 1901 γνωρίζεται με τον Νίκο Καζαντζάκη και έκτοτε θα συμπορευτούν στο πλαίσιο μιας ιδιόρρυθμης σχέσης, η οποία θα οδηγήσει στο μυστικό τους γάμο το 1911. Το περισσότερο μέρος του δεκαπεντάχρονου έγγαμου βίου του το ζεύγος το περνάει χωριστά, καθώς ο Νίκος Καζαντζάκης ταξιδεύει διαρκώς. Μετά το διαζύγιό τους το 1926 η Γαλάτεια θα συμβιώσει με τον Μάρκο Αυγέρη, τον γνωστό διανοούμενο της Αριστεράς.

Στη μελέτη αυτή δεν ενδιαφέρει η ευρύτερη συνεισφορά της Καζαντζάκη στα ελληνικά γράμματα, αλλά ειδικά η ενασχόλησή της με τη συγγραφή Αναγνωστικών του δημοτικού σχολείου. Η ενασχόλησή της αυτή τοποθετείται στα πρώτα στάδια της συγγραφικής της δραστηριότητας και, όπως υποστηρίζει ο Γ. Δημάκος, το 1934, ενίσχυσε κατά πολύ τη δημοτικότητά της, κατ’ άλλους δε και το οικογενειακό εισόδημα του ζεύγους Καζαντζάκη (Καστρινάκη, 1997, Νικολουδάκη-Σουρή, 2008). Τα Αναγνωστικά είναι το προϊόν της συμμετοχής της στην προκήρυξη που έγινε για την έγκριση σχολικών εγχειριδίων για την περίοδο 1914-1918 και, σύμφωνα με πληροφορία που μας μεταφέρει ο Άρης Δικταίος, είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της Γαλάτειας με τον Νίκο Καζαντζάκη (Δικταίος, 1958). Η μαρτυρία αυτή ενισχύεται και από έρευνα της Ελπινίκης Νικολουδάκη-Σουρή, η οποία έχει συγκεντρώσει πολύτιμα στοιχεία από την αλληλογραφία του Νίκου Καζαντζάκη αλλά και από τις πληροφορίες που εγγράφονται στις αναλυτικές βιογραφίες του συγγραφέα, δημοσιευμένες από πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος (Καζαντζάκη, 1977, Αλεξίου, 1978) και συγχρόνως προβαίνει σε κάποια αιτιολόγηση της λανθάνουσας συμμετοχής του Νίκου Καζαντζάκη στην εν λόγω συγγραφική δραστηριότητα, τις ευθύνες της οποίας επωμίστηκε η Γαλάτεια (Νικολουδάκη-Σουρή, 2008).

Πριν την παρουσίαση των Αναγνωστικών, που υπογράφονται από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, κρίνεται χρήσιμη μια αδρομερής αναφορά στα ιστορικά και εκπαιδευτικά συγκείμενα μέσα από τα οποία αναδύθηκαν. Στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά την ατυχή έκβαση του πολέμου του 1897 και του νέου εθνικού συναγερμού που ακολούθησε, το ζήτημα της Μεγάλης Ιδέας συσχετίστηκε με την αναδιοργάνωση της ελληνικής κοινωνίας (Σβορώνος, 1987). Στο πλαίσιο αυτό τέθηκε σε νέες βάσεις και το ζήτημα της εθνικής αγωγής. Προϊόν του νέου εθνικού προσανατολισμού υπήρξε και ο νόμος ΓΣΑ΄ του 1907 για τη συγγραφή Αναγνωστικών, καθώς και το περιεχόμενο των σχετικών προκηρύξεων που ακολούθησαν μέχρι το 1916. Στα εν λόγω νομοθετικά και προγραμματικά κείμενα ελέγχεται ένας σαφής συγκερασμός της ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας με τη βούληση για την πολυεπίπεδη ανασυγκρότηση του κράτους. Στην προοπτική της καλλιέργειας του εθνικού φρονήματος, στην προκηρυξη του 1912, προτείνονται ανάμεσα στα άλλα και τα εξής: “Τα στοιχεία της φρονιματιστικής ύλης, τα αποσκοπούντα την ανάπτυξιν της φιλοπατρίας, πρέπει να εκτίθενται ούτως, ώστε δι’ αυτών να διαφαίνηται σαφώς η ελληνική ζωή, αι ελληνικαί αρεταί, η ελληνική δύναμις (εις ην υπολογιστέαι και αι πλουτοπαραγωγικαί πηγαί της πατρίδος) και τα δικαιώματα και τα ιδεώδη της ελληνικής φυλής”. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για κάθε τάξη του Δημοτικού εγκρινόταν ένα βιβλίο και αυτό ήταν το Αναγνωστικό, που ίσχυε για μια τετραετία. Επίσης η επιτροπή είχε το δικαίωμα να κάνει υποδείξεις και παρεμβάσεις στα υποβληθέντα βιβλία. Μπορούσε ακόμη να συντάσσει δικό της Αναγνωστικό με υλικό αντλημένο από τα τρία καλύτερα που είχαν υποβληθεί προς κρίση (Λέφας, 1942· Κουλούρη, 1988).

Με αυτούς τους όρους η Γαλάτεια Καζαντζάκη συμμετέχει στο διαγωνισμό για τα Αναγνωστικά της περιόδου 1914-1918 και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η συμμετοχή αυτή, καθώς η προσωπική της παιδαγωγική θεωρία, στη φάση αυτή, φαίνεται να συμπλέει με τις αρχές της επίσημης μορφωτικής πολιτικής. Το στοιχείο αυτό συνάγεται από άρθρο της δημοσιευμένο το 1913 στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου με τίτλο «Τι διαβάζουν τα παιδιά μας», όπου σχολιάζει την έλλειψη παιδικών βιβλίων με ελληνικό χαρακτήρα, κατακρίνει το περιοδικό Διάπλασις των παίδων και άλλα παιδικά έντυπα με το επιχείρημα ότι δεν προάγουν την ελληνόφρονη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς και συστήνει ως πηγές έμπνευσης των αναγνωσμάτων την ελληνική ζωή, τον ελληνικό πολιτισμό, το πρόσφατο ελληνικό παρελθόν και τη Μεγάλη Ιδέα με στόχο την ελληνική αναγέννηση (Καζαντζάκη, 1913). Εκτός αυτών ιδιαίτερο ενδιαφέρον και απορία προκαλεί η αρνητική  κριτική που ασκεί το 1919 στο εμβληματικό Αναγνωστικό της μεταρρύθμισης του 1917 Ψηλά βουνά. Σ΄ ένα ειδικό φυλλάδιο, που κυκλοφόρησε αυτοτελώς, εμφανίζεται ακραιφνής οπαδός των εθνικιστικών αρχών δηλώνοντας ότι το βιβλίο είναι αναίσθητο και άψυχο καθώς από αυτό έχουν “αδυσώπητα παραλειφθεί” οι έννοιες της πατρίδας και της θρησκείας (Αθανασιάδης, 2010, Δημαράς, 2013).

Τα υποβληθέντα Αναγνωστικά αφορούν όλες τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου και εγκρίνονται όλα, τα οποία και εκδίδονται για το διάστημα 1914-1918 από τον εκδοτικό οίκο Μιχαήλ Μαντζεβελάκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την πρώτη τους έκδοση. Για τη Δευτέρα τάξη εγκρίνεται το Αναγνωστικό Οι τρεις φίλοι, που συνιστά μια κλασική Ροβινσωνιάδα, η οποία ενδεδυμένη με ελληνοπρεπή αμφίεση ακολουθεί στα βασικά σημεία την αφηγηματική δομή του προτύπου: ναυάγιο - διαδικασίες επιβίωσης στο ερημονήσι - τελική αίσια έκβαση. Ο νεωτερισμός που εισάγει η Καζαντζάκη αφορά κατά κύριο λόγο την αφηγηματική αξιοποίηση τριών ηρώων-πρωταγωνιστών. Το εύρημα των τριών ναυαγών, δύο αγοριών και ενός κοριτσιού, εξυπηρετεί τις ηθικοπλαστικές προθέσεις της συγγραφέως, οι οποίες ανταποκρίνονται στα κριτήρια του ιδεολογικού σχήματος «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» στη βάση του οποίου λειτουργεί η μικροκοινωνία που σχηματίζεται στο ερημονήσι. Παράλληλα, στο αφήγημα εγγράφονται και άλλες αστικές αξίες με κυρίαρχη την αξία της εργασίας, της συνεργατικότητας, της λειτουργικότητας της σχολικής γνώσης και του ρόλου της συντεταγμένης πολιτείας στη ζωή του ανθρώπου. Η παρουσία ηρώων  από τα δύο φύλα εξυπηρετεί ανάμεσα στ΄άλλα και τους στόχους της έμφυλης κοινωνικοποίησης, καθώς οι τρεις ναυαγοί στην προσπάθεια διαβίωσής τους στον άξενο τόπο αναπαράγουν τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής με κυρίαρχο τον κατά φύλο καταμερισμό της εργασίας. (εικ.44)

Το Αναγνωστικό, μεταφερμένο στη δημοτική γλώσσα, θα αξιοποιηθεί για να εξυπηρετήσει τις παιδαγωγικές ανάγκες της μεταρρύθμισης του 1917, καθώς η αφηγηματική του δομή ανταποκρίνεται στις αρχές του Εκπαιδευτικού Ομίλου (Δημαράς, 1972), ενώ το σκηνογραφικό του πλαίσιο ευνοεί την πραγμάτωση των βασικών αρχών του Σχολείου Εργασίας. Οι τρεις μικροί ναυαγοί στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να δαμάσουν τη φύση επιστρατεύουν τη δημιουργικότητά τους, αυτενεργούν και αναπτύσουν πρωτοβουλίες και ομαδική δράση. Οι τρεις φίλοι θα αποσυρθούν μαζί με τ’ άλλα Αναγνωστικά της μεταρρύθμισης του Εκπαιδευτικού Ομίλου από τη γνωστή «επιτροπεία». Το 1921 θα τυπωθεί στην παλιά του μορφή για σχολική χρήση και έκτοτε θα γνωρίσει αρκετές επανεκδόσεις είτε ως σχολικό είτε ως εξωσχολικό ανάγνωσμα φτάνοντας ως τις μέρες μας στεγασμένο στη Νεανική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων Καστανιώτη. Η επιβίωση αυτή του Αναγνωστικού και η διαχρονική του παρουσία σε διαφορετικά κοινωνικά, παιδαγωγικά και αναγνωστικά συγκείμενα τεκμηριώνει, κατά κάποιον τρόπο, και τη λογοτεχνική του αξία, η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στην περιπετειώδη πλοκή, στοιχείο πολύ φιλικό προς τους μικρούς αναγνώστες.

Τρία από τα Αναγνωστικά της Γαλάτειας Καζαντζάκη, που εγκρίνονται για την περίοδο 1914-1918 και απευθύνονται στις μεγαλύτερες τάξεις, παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, που αφορούν την περιοχή έμπνευσης, την αφηγηματική δομή, τη διαχείριση του αφηγηματικού υλικού και τους παιδαγωγικούς στόχους. Πρόκειται για τα βιβλία Τα δύο βασιλόπουλα της Τρίτης τάξης, Ο νέος γεωργός της Τετάρτης τάξης, και Ο στρατιώτης της Πέμπτης τάξης. Τα εν λόγω έγχειρίδια είναι γραμμένα με το ερβαρτιανό σύστημα σύνταξης Αναγνωστικών, το οποίο προκρίνει την ενιαία αγηγηματική δομή, σε αντίθεση με το εγκυκλοπαιδικό σύστημα, όπου κυριαρχεί η ανθολόγηση αυτοτελών κειμένων ποικίλης ύλης σύμφωνα με τις προδιαγραφές των εκάστοτε προκυρήξεων. Η πλοκή των τριών έργων, που έχει προσχηματικό χαρακτήρα, τοποθετείται ανάμεσα στον ατυχή πόλεμο του 1897 και την ενσωμάτωση των βορείων επαρχιών στο ελληνικό κράτος και αποτυπώνει την ατμόσφαιρα του εθνικού συναγερμού της εποχής με στόχο την υλοποίηση του μεγαλοϊδεατικού οράματος σε συνάρτηση με την πολύπλευρη ανασυγκρότηση του κράτους. Συντάσσονται επομένως στην προοπτική των ίδιων εθνικών και ιδεολογικών προσανατολισμών. Στα κοινά, τέλος, χαρακτηριστικά τους συμπεριλαμβάνεται και η δομή μαθητείας, η οποία ανάγεται σε βασική συνιστώσα εξέλιξης της προγραμματικής πλοκής, ενώ παράλληλα δικαιολογεί και την παρείσφρυση του πρόσθετου αφηγηματικού υλικού, πραγματολογικού χαρακτήρα, το οποίο εξυπηρετεί τις γνωστικές ορίζουσες του σχολικού προγράμματος.

Το Αναγνωστικό της Γ΄ τάξης Τα δύο βασιλόπουλα, με σαφείς επιρροές από το αφήγημα της Π. Δέλτα Παραμύθι χωρίς όνομα, 1910, αποτελεί ένα εγκώμιο στη βασιλική οικογένεια και συγκεκριμένα στο διάδοχο του θρόνου, ο οποίος εμφανίζεται ως βασικός συντελεστής  του εθνικού συναγερμού και σωτήρας του έθνους. Στην αφετηρία της πλοκής παρακολουθούμε την τραγική εικόνα που εμφανίζει το βασίλειο σ’ όλους τους τομείς και την έγνοια του νεαρού διαδόχου για την τύχη της χώρας. Με τη συμβουλή του δασκάλου του αποφασίζει να περιηγηθεί ως κοινός θνητός τη χώρα παίρνοντας ως συνοδοιπόρο την αδερφή του με στόχο να γνωρίσουν εκ του σύνεγγυς τα προβλήματά της. Τα δυο παιδιά φιλοξενούνται σε μια αγροικία της ελληνικής υπαίθρου, όπου και εργάζονται, και με τον τρόπο αυτό τους προσφέρονται οι όροι για μια άμεση επαφή με τη νεοελληνική πραγματικότητα και το γενικό κλίμα παρακμής που επικρατεί σε όλους τους τομείς. Μετά τη μαθητεία αυτή το βασιλόπουλο συστρατεύεται με τους φορείς της τοπικής εξουσίας, το δάσκαλο και τον ιερέα, για την καταπολέμηση της αδράνειας και την ανασύνταξη των δυνάμεων του τόπου στην προοπτική της αποτελεσματικότερης αναμόρφωσής του. Εν τω μεταξύ καλείται να αντιμετωπίσει με την πραγματική του πλέον ταυτότητα και τα νέα εθνικά προβλήματα που προκύπτουν από τις επεκτατικές βλέψεις του γειτονικού κράτους. Στη φάση αυτή, ώριμος πλέον, ο διάδοχος του θρόνου συμβάλλει αποφασιστικά, στο πλαίσιο πάντα της οργανωμένης συλλογικής δράσης, στην ενδυνάμωση του κράτους με αποτέλεσμα την ενσωμάτωση νέων περιοχών στα όρια του βασιλείου και τη δημιουργία προσδοκιών για περαιτέρω διεύρυνση των συνόρων, σύμφωνα με τα μεγαλοϊδεατικά αιτήματα. (εικ.45)

Το Αναγνωστικό Ο νέος γεωργός της Τετάρτης τάξης αναπαριστά την περιπλάνηση ενός νέου, του Φώτου, στην ελληνική ύπαιθρο στην προσπάθειά του να βρει δουλειά. Μετά από κάποια ατυχή συμβάντα φιλοξενείται στο σπίτι του αγροφύλακα ενός χωριού και βοηθάει την οικογένεια στις αγροτικές της ενασχολήσεις. Στο διάστημα αυτό ο μαθητευόμενος γεωργός αποκτά μια πλούσια και πολύπλευρη εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις που αφορούν την οργάνωση της αγροτικής ζωής. Συγχρόνως η συναναστροφή του με την κόρη της οικογένειας, που είναι μαθήτρια του σχολείου, συμπληρώνει τις γνωστικές του ελλείψεις, ενώ το μορφωτικό του κεφάλαιο εμπλουτίζεται από τις διαφωτιστικές παρεμβάσεις του δασκάλου και του γιατρού του χωριού. Εν τέλει, ώριμος και με αναπτυγμένη εθνική συνείδηση συμμετέχει στον πόλεμο εκτελώντας το χρέος του προς την πατρίδα. (εικ.46)

Το βασικό θέμα του Αναγνωστικού της Πέμπτης τάξης Ο στρατιώτης αφορά τους αγώνες για την εθνική ολοκλήρωση στις αρχές του 20ου αιώνα και την αποκατάσταση της εθνικής ταπείνωσης από τις συνέπειες του πολέμου του 1897, ενώ η εγγεγραμμένη δομή μαθητείας στοχεύει στην εξοικείωση των νέων αναγνωστών με τους όρους της στρατιωτικής ζωής και τα εθνικά προτάγματα της εποχής, με κυρίαρχο τον ευκλεή θάνατο για την πατρίδα (Μαργαρίτης, 1989). Η πραγμάτωση του θέματος γίνεται μέσα από την αναπαράσταση της εθελοντικής συμμετοχής ενός Έλληνα της Αιγύπτου, του Πέτρου, στους βαλκανικούς πολέμους. Στα πρώτα στάδια της αφήγησης αποτυπώνεται η εθνική έξαρση και η σύσσωμη ανταπόκριση του λαού στο εθνικό προσκλητήριο. Στη συνέχεια μέσα από την πλοκή παρακολουθούμε την είσοδο του ελληνικού στρατού στα εδάφη της Μακεδονίας και της Ηπείρου, τη σταδιακή επελευθέρωση των τμημάτων αυτών και την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική επικράτεια. Με αφορμή τη νικηφόρο πορεία του ελληνικού στρατού στις βόρειες επαρχίες και με την αξιοποίηση ποικίλων αφηγηματικών τεχνασμάτων, κυρίως συζητήσεων των στρατιωτών εν ώρα σχόλης, ο αφηγημένος χρόνος διευρύνεται μέχρι την αρχαιότητα, εξυπηρετώντας κατεξοχήν το ζήτημα της εθνικής συνέχειας, στοιχείο που δικαιολογεί και νομιμοποιεί τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Επιπροσθέτως οι εγκιβωτισμένες αφηγήσεις γεγονότων από το ένδοξο ιστορικό παρελθόν ενισχύουν το πατριωτικό φρόνημα και την αξία της αυτοθυσίας για την πατρίδα. Το εν λόγω αφήγημα, παρά τους εμφανείς προγραμματικούς στόχους, θα μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα με την Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή, πρωτόλειο αφήγημα-ρεπορτάζ παιδικής λογοτεχνίας, όπου καταγράφονται λεπτομερώς βασικά γεγονότα του πρώτου βαλκανικού πολέμου (Νικολουδάκη-Σουρή, 2008). (εικ.47)

Τέλος, το Αναγνωστικό της Έκτης τάξης Η μεγάλη Ελλάς μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί αφηγηματική συνέχεια του προηγούμενου. Πρόκειται για μια εντελώς προσχηματική πλοκή που αναπαριστά το ταξίδι δύο φίλων στρατιωτών στις διάφορες πόλεις των λεγόμενων Νέων Χωρών αμέσως ματά την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος. Στο πλαίσιο της περιήγησής τους οι δυο φίλοι συζητούν για την ανάγκη αναμόρφωσης του τόπου, την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, το ιστορικό παρελθόν των περιοχών και ακόμη την ανάγκη αστικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης των πολιτών με στόχο πάντα την μετεξέλιξη της Ελλάδας σ’ ένα σύγχρονο κράτος. Στο τελευταίο κεφάλαιο, μέσα από τη διαδικασία της περιληπτικής αφήγησης, γίνεται αναφορά στη Μικρασιατική καταστροφή, ενώ το βιβλίο τελειώνει με την υπόσχεση της νέας γενιάς να συνταχτεί και αυτή με τη σειρά της στον αγώνα για την εθνική ολοκλήρωση. (εικ.48)

Επιχειρώντας μια γενική αποτίμηση των Αναγνωστικών της Γ. Καζαντζάκη μπορούμε να πούμε ότι όλα κινούνται στους ίδιους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, όπως αυτοί ορίζονται και στα νομοθετικά κείμενα που ρυθμίζουν τη σύνταξη των σχολικών αναγνωσμάτων. Αναλυτικότερα, το Αναγνωστικό Οι τρεις φίλοι προωθεί μέσα από το πρότυπο του Ροβινσώνα Κρούσου το βασικό ιδεολογικό τρίπτυχο της εποχής πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Τα υπόλοιπα τέσσερα Αναγνωστικά, χωρίς να υπονομεύουν το θέμα της οικογένειας και της θρησκείας, προκρίνουν το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης και ανάπτυξης εστιάζοντας στην ανασυγκρότηση του κράτους, στοιχείο που εμφανίζεται ως βασική προϋπόθεση της οραματιζόμενης εθνικής αναγέννησης. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να πούμε, συνιστούν μια εξέλιξη στη διαχείριση του εθνικού ζητήματος, καθώς απομακρύνονται από τη ρητορεία περί του λαμπρού παρελθόντος που σε όλο το 19ο αιώνα στόχευε μέσα από την υποκατάσταση του ανενεργού παρόντος στην καταξίωση του νεοσύστατου κράτους και εστιάζουν στην πίστη στις σύγχρονες δυνάμεις του ελληνισμού μέσω των οποίων θα επιτευχθούν οι νέοι εθνικοί στόχοι.

Η διαχείριση του θέματος και της προγραμματισμένης ύλης γίνεται με την αξιοποίηση της ερβαρτιανής μεθόδου σύνθεσης, η οποία στηρίζεται στην ενιαία αφηγηματική δομή, προϋπόθεση της οποίας είναι η ύπαρξη κάποιας πλοκής που δίνει στα βιβλία μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διαπιστώνεται όμως ότι η πλοκή των τεσσάρων Αναγνωστικών-μυθιστορημάτων είναι αρκετά σχηματική, κανονισμένη στην εξυπηρέτηση της παιδαγωγικής στόχευσης, ενώ ο αφηγηματικός τους χρόνος διακόπτεται μονίμως από την παρεμβολή πάμπολλων και ποικίλων πληροφοριών, συνυφασμένων με όλες τις γνωστικές περιοχές του σχολικού προγράμματος της εποχής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα Αναγνώσματα της Γαλάτειας Καζαντζάκη αναδεικνύονται σε εντευκτήρια ωφελίμων γνώσεων, οι οποίες, σύμφωνα με τα κριτήρια της επίσημης μορφωτικής πολιτικής έχουν τη μεγαλύτερη αξία για τον εμπλουτισμό του γνωστικού κεφαλαίου της νέας γενιάς. Το χαρακτηριστικό αυτό θεωρημένο μέσα από τη σύγχρονη οπτική μπορούμε να πούμε ότι υπονομεύει τη λογοτεχνικότητα των έργων, ενώ οι σχοινοτενείς μονόλογοι μέσω των οποίων διοχετεύονται οι πληροφορίες δεν είναι φιλικοί προς τους νεαρούς αποδέκτες. Αν το εξετάσουμε όμως συγκριτικά με τη δομή και το περιεχόμενο των άλλων παιδικών αναγνωσμάτων της εποχής, διαπιστώνουμε ότι η πρακτική αυτή εντοπίζεται ακόμη και σε αφηγήματα για παιδιά που κυκλοφορούν στον εξωσχολικό χώρο. Σε γενικές γραμμές πάντως, παρόλο που και στα Αναγνωστικά της Καζαντζάκη ο παιδαγωγός επικαλύπτει το συγγραφέα, ο φροντισμένος λόγος και το στοιχείο της περιπέτειας  είναι παράμετροι που προσδίδουν λογοτεχνικό χαρακτήρα στα Αναγνωστικά και ενισχύουν την αναγνωσιμότητά τους.

Καταληκτικά θέλω να επισημάνω ότι στην παρούσα μελέτη παρουσιάστηκε μια γενική εικόνα των Αναγνωστικών της Γ. Καζαντζάκη υπό το φως των εθνικών στοχεύσεων της εποχής. Υπάρχουν πολλά ζητήματα ανοιχτά τα οποία απαιτούν περαιτέρω και σε βάθος έρευνα. Ένα από αυτά είναι η σχέση των τυπωμένων κειμένων των Αναγνωστικών με αυτά που παρέδωσε η συγγραφέας στην επιτροπή κρίσης, η οποία σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία είχε το δικαίωμα της παρέμβασης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθώ και σε κάποια καταγγελία που έγινε εις βάρος της Καζαντζάκη, την οποία έθεσε υπόψη μου ο Αλέξης Δημαράς σε σχετική συζήτηση λίγο πριν την οργάνωση της ημερίδας στις 26 Νοεμβρίου 2009 από την Εταιρεία Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας με θέμα τα Αναγνωστικά των λογοτεχνών, όπου κατόπιν προτροπής του ίδιου παρουσιάστηκε μια αρχική εκδοχή της εργασίας αυτής. Πρόκειται για ένα  καταγγελτικό κείμενο υπογεγραμμένο από τον πρώτο  εκδότη των Αναγνωστικών τον Μιχαήλ Μαντζεβελάκη στην εφημερίδα Εμπρός στις 10 Ιουλίου 1915. Ο εκδότης κατηγορεί τη συγγραφέα ότι παραβιάζοντας τους όρους της σχετικής νομοθεσίας προσπάθησε να επανεκδώσει το Αναγνωστικό Οι τρεις φίλοι σε άλλον εκδοτικό οίκο. Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί είναι ότι το εγκεκριμμένο κείμενο του 1914 είχε υποστεί τόσες διορθώσεις, μεταβολές και προσθήκες από τον παιδαγωγό Ζήση Ζαμάνο, ώστε μόνο ο τίτλος και το όνομα της συγγραφέως παρέμειναν αναλλοίωτα. Ακόμη και αν έχει αρκετή δόση υπερβολής η εν λόγω καταγγελία, παρουσιάζει αναμφίβολα ενδιαφέρον η συσχέτιση των παραδομένων με τα τυπωμένα κείμενα σε όλα τα Αναγνωστικά της Καζαντζάκη και μάλιστα στη διαχρονικότητά τους, καθώς γνώρισαν αρκετές επανατυπώσεις σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Ένα άλλο ζήτημα που προκύπτει είναι η τεράστια αντίφαση ανάμεσα στη συγγραφέα των εν λόγω εθνικιστικών βιβλίων, τα οποία ανήκουν στην πρώτη φάση της δημιουργίας της και στη συγγραφέα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπου ανήκουν τα μεταγενέστερα έργα της για ενήλικες. Το ζήτημα απαιτεί τη διερεύνησή του. Σε απάντηση πάντως που είχε δώσει η ίδια, σύμφωνα με δημοσίευμα, γύρω στα 1934, όταν ρωτήθηκε από τον Γ. Δημάκο για τον εθνικιστικό χαρακτήρα των σχολικών της αναγνωσμάτων, δήλωσε, συνεπής εν ολίγοις προς τον διαρκώς μεταβαλλόμενο εαυτό της, ότι κατά το διάστημα της συγγραφής τους ήταν εθνικίστρια και ένθερμη οπαδός του μεγαλοϊδεατισμού και ότι η ιδεολογική της μεταστροφή συντελέστηκε μετά το 1917. Τέλος, για την επανέκδοση των Αναγνωστικών της στα επόμενα χρόνια από τον εκδοτικό οίκο Δημητράκου δήλωσε ότι τα βιβλία δεν της ανήκαν, καθώς τα είχε πουλήσει στον εκδότη, ο οποίος και τα εξέδιδε χωρίς την άδειά της (Δημάκος, 1934). Η αναζήτηση και άλλων τεκμηρίων, κατά την άποψή μου, θα διαλεύκανε περισσότερο το ζήτημα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ακόμη δύο υποθέσεις οι οποίες προκύπτουν και από τη λανθάνουσα συμμετοχή του Νίκου Καζαντζάκη στη συγγραφή των Αναγνωστικών. Η πρώτη έχει να κάνει με τη διερεύνηση των λόγων για τους οποίους τις ευθύνες της συγγραφικής τους δραστηριότητας τις επωμίστηκε η Γαλάτεια Καζαντζάκη και η δεύτερη με την αιτιολόγηση της υποχώρησής τους από τις δημοτικιστικές τους αρχές σε μια περίοδο που ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, του οποίου ήταν ενεργά μέλη, διένυε την ορμητική του φάση. Η θέση του γραμματέα του Ομίλου που κατείχε ο Νίκος Καζαντζάκης, κριτήριο που μάλλον λειτούργησε ως ηθική δέσμευση γι’ αυτόν, είναι στοιχείο που μας κατευθύνει σε μια πρώτη ερμηνεία. Πέρα απ’ αυτά όμως, η εν λόγω συγγραφική παρέμβαση του ζεύγους Καζαντζάκη χρήζει αναλυτικότερης και πολύπλευρης έρευνας. Ευελπιστούμε ότι τούτη η μικρή μελέτη θα αποτελέσει το έναυσμα  και θα κινητοποιήσει το ερευνητικό ενδιαφέρον των ειδικών τόσο από το χώρο του παιδικού βιβλίου όσο και από το γενικότερο χώρο των επιστημών της αγωγής, ώστε στο πλαίσιο της συγκειμενικής προσέγγισης να συμβάλουν στον πολυπρισματικό φωτισμό της συγκεκριμένης  δραστηριότητας, η οποία τοποθετείται στην αφετηρία των συγγραφικών τους αναζητήσεων.

Πλοήγηση