ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ, 1830-1982

  • ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

του Χάρη Αθανασιάδη

Τί είναι ένα σχολικό εγχειρίδιο; Μια περιγραφική απάντηση θα περιοριζόταν στα ακόλουθα: Είναι ένα βιβλίο που συνοψίζει την αποδεκτή γνώση ενός επιστημονικού πεδίου, το οποίο απευθύνεται σε μαθητές – σε παιδιά δηλαδή 6-12 ετών, τα οποία φοιτούν στα Δημοτικά σχολεία, ή σε εφήβους 13-18 ετών (οι οποίοι φοιτούν στα Γυμνάσια και τα Λύκεια). Πρόκειται, συνεπώς, για ένα βιβλίο το οποίο παρουσιάζει την προβληματική και τα πορίσματα μιας συγκεκριμένης κάθε φορά επιστήμης, αλλά με τρόπο κατάλληλο για την ηλικιακή κατηγορία στην οποία απευθύνεται. Άρα, όσον αφορά στο «πώς» μαθαίνει το παιδί μιας ορισμένης ηλικίας, υιοθετεί και εφαρμόζει τα πορίσματα της παιδαγωγικής γενικώς και της παιδαγωγικής ψυχολογίας ειδικότερα. Ως προς το «τί», βέβαια, περιλαμβάνει ορισμένες μόνο γνώσεις από το πέλαγος των αναζητήσεων και των πορισμάτων ενός πεδίου – όσες θεωρούνται σημαντικές και αναγκαίες για τη γενική μόρφωση των μαθητών.

Στο σημείο αυτό ανακύπτει το πρώτο κρίσιμο ερώτημα: Ποιος αποφασίζει για την ιεράρχηση των γνώσεων σε περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές; Στα συγκεντρωτικά εκπαιδευτικά συστήματα, όπως το ελληνικό, η απόφαση ανήκει στη συντεταγμένη Πολιτεία – στους αρμόδιους θεσμούς του κράτους. Η απόφαση αυτή αποτυπώνεται αρχικά στα αναλυτικά προγράμματα, τα οποία περιλαμβάνουν συνήθως τους ειδικούς σκοπούς κάθε μαθήματος, τις ενότητες που πρέπει να διδαχθούν και ενδεχομένως τις παιδαγωγικές αρχές που οφείλουν να διέπουν την παρουσίαση της ύλης. Οι συγγραφείς των εγχειριδίων είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν μέσα στα όρια των αναλυτικών προγραμμάτων, τα οποία ανάλογα με την εποχή και ανάλογα με το μάθημα είναι λιγότερο ή περισσότερο ασφυκτικά. Άρα, εκτός από την εξέλιξη μιας επιστήμης και εκτός από τις τάσεις της παιδαγωγικής, τα σχολικά βιβλια αποτυπώνουν πάντοτε την επίσημη κρατική ιδεολογία.

Η επίσημη κρατική ιδεολογία, με τη σειρά της, σχετίζεται πολλαπλά με τις κυρίαρχες νοοτροπίες της κάθε εποχής. Αυτό γίνεται εύκολα φανερό σε μαθήματα όπως η Λογοτεχνία, η Ιστορία ή τα Θρησκευτικά, σε μαθήματα δηλαδή που μαζί με τις γνώσεις μεταδίδουν προγραμματικά και αξίες: αλληλεγγύη, νονιμοφροσύνη, ευλάβεια, φιλοπατρία κ.τ.ό. Για παράδειγμα, ένα λογοτεχνικό κείμενο υψηλής αισθητικής αξίας μπορεί να αποκλειστεί εάν κριθεί ότι προσβάλλει τα χρηστά ήθη ή μια ιστορική ερμηνεία μπορεί να αγνοηθεί εάν εναντιώνεται στο εθνικό φρόνημα. Η κυρίαρχη ιδεολογία επηρεάζει ακόμα και την ύλη των φυσικών μαθημάτων. Για παράδειγμα, ενώ η θεωρία της εξέλιξης δεν αμφισβητείται στο επιστημονικό πεδίο της Βιολογίας (ως προς τις θεμελιώδεις παραδοχές της τουλάχιστον), η εισαγωγή της στο αντίστοιχο σχολικό μάθημα είναι πιθανόν να συναντήσει αντιστάσεις σε μία βαθιά θρησκευόμενη κοινωνία.

 

Συμπερασματικά, στο σχολικό εγχειρίδιο ενός μαθήματος αποτυπώνονται ταυτόχρονα τρεις ουσιώδεις διαστάσεις της συγκεκριμένης κάθε φορά εποχής: Το επίπεδο ανάπτυξης του αντίστοιχου επιστημονικού πεδίου, οι αποδεκτές παιδαγωγικές πρακτικές και οι κυρίαρχες λογικές και νοοτροπίες της συγκεκριμένης κοινωνίας.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε μια ειδική βιβλιογραφία των σχολικών εγχειριδίων μπορεί να συμβάλλει στην κατανόηση της ιστορικής πορείας αυτών ακριβώς των τριών διαστάσεων. Να απαντήσει δηλαδή σε ερωτήματα όπως: Ποιες γνώσεις και ποιες αξίες για τη φύση και την κοινωνία περιλαμβάνει ένα σχολικό εγχειρίδιο σε μια δεδομένη χρονική περίοδο; Ποιες γνώσεις και ποιες αξίες για τη φύση και την κοινωνία παραβλέπει ή αποσιωπά; Ποιοι τρόποι μετάδοσης της γνώσης προκρίνονται; Πώς σχετίζεται η συγκεκριμένη κάθε φορά επιλογή γνώσεων και αξιών, καθώς επίσης και η πρόταξη συγκεκριμένων τρόπων μετάδοσης, με το επίπεδο ανάπτυξης των επιστημών και με την κυρίαρχη ιδεολογία; Η έρευνα που καθοδηγείται από ερωτήματα τέτοιου είδους μπορεί να συνεισφέρει πολλαπλά στην κατανόηση του οικείου παρελθόντος. Το σχολικό βιβλίο παραβλέπεται συχνά από τους ιστορικούς των ιδεών, οι οποίοι επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στα έργα της υψηλής διανόησης. Το σχολικό βιβλίο όμως μπορεί να φανερώσει πολλά, όχι μόνο για το εκπαιδευτικό, αλλά και για το ευρύτερο κοινωνικό και εθνικό μας παρελθόν. Ακριβώς διότι αποτυπώνει ευκρινέστερα τόσο τις εμπεδωμένες νοοτροπίες όσο και τις διακυμάνσεις της πολιτικής. Οι αλλαγές, για παράδειγμα, και οι προσθήκες που έγιναν στα αναγνωστικά βιβλία το 1939 από το καθεστώς του Μεταξά φανερώνουν πολλά για τις προτεραιότητες και τους προσανατολισμούς του καθεστώτος (βλ. Κεφάλαιο 4). Παρόμοια μια ανάλυση των γνωστικών και αξιακών προσανατολισμών του αναγνωστικού «Τα ψηλά βουνά» φανερώνει αρκετά για τη διαμόρφωση του νέου πολίτη και τη θεσμική αναδόμηση της κοινωνίας που επεδίωκαν οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου (βλ. Κεφάλαιο 5).

Υπ’ αυτή την οπτική, η ειδική Βιβλιογραφία των σχολικών εγχειριδίων απευθύνεται καταρχάς σε όσους εντρυφούν στην Ιστορία της εκπαίδευσης και την διανοητική ιστορία. Προσφέρει την πρώτη ύλη, συγκεντρωμένη και ταξινομημένη, άρα χρηστική, προκειμένου να διεξάγουν τις έρευνές τους. Τέτοιες μελέτες έχουν ήδη εκπονηθεί αρκετές, παρά τη δυσκολία πρόσβασης στο υλικό. Ιστορικοί, όπως η Χριστίνα Κουλούρη, κοινωνιολόγοι της εκπαίδευσης, όπως η Άννα Φραγκουδάκη και ιστορικοί της εκπαίδευσης όπως ο Αλέξης Δημαράς έθεσαν κατά καιρούς τα σχολικά εγχειρίδια στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους. Στα πολλά που ήδη δημοσιεύθηκαν προσθέτουμε έξι σύντομες μελέτες (μία σε κάθε ένα από τα κεφάλαια που ακολουθούν), οι οποίες επιχειρούν κάποιες πρώτες αναγνώσεις ορισμένων πτυχών της Βιβλιογραφίας. Η Ευαγγελία Κανταρτζή (Κεφάλαιο 1) επιχειρεί μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας του σχολικού βιβλίου, η Χρυσάνθη Κουμπάρου (Κεφάλαιο 2) μια ανατομία των νεοελληνικών αναγνωσμάτων, ο Χρήστος Γεωργίου (Κεφάλαιο 3) επικεντρώνεται στα αναγνωστικά της Γαλάτειας Καζαντζάκη, ο Χρήστος Παπαθανασίου (Κεφάλαιο 4) στα αναγνωστικά του μεταξικού καθεστώτος, o Χάρης Αθανασιάδης (Κεφάλαιο 5) στο αναγνωστικό σύμβολο της βενιζελικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης – Τα ψηλά βουνά, του Ζαχαρία Παπαντωνίου και ο Γιάννης Θωμαΐδης (Κεφάλαιο 6) στην ιστοριογραφία της νεοελληνικής μαθηματικής εκπαίδευσης. Οι σύντομες αυτές μελέτες δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως υποδείγματα, αλλά ως δοκιμές και ως παρότρυνση σε νέους ερευνητές να αξιοποιήσουν το υλικό της Βιβλιοθήκης. Ακριβώς γι’ αυτό προβλέπεται ένα δεύτερο ειδικό μέρος, όπου ο κάθε ερευνητής θα μπορεί να αναρτά τη μελέτη που έχει εκπονήσει. Φυσικά, η Βιβλιογραφία δεν απευθύνεται μόνο στους ερευνητές. Θέλει να προσελκύσει επίσης τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Γράφοντας δύο εκπαιδευτικά σενάρια μάθησης και προτείνοντας μια σειρά από ψηφιακά παιχνίδια, η Αρχοντία Μαντζαρίδου έδειξε ότι η διδακτική αξιοποίηση της Βιβλιογραφίας δεν είναι μόνο εφικτή· μπορεί να γίνει και εξόχως ελκυστική.

Πλοήγηση