Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος του Ιωάννη Αγγελόπουλου
Το άρθρο αναφέρεται
Στη μεταπολεμική περίοδο, τα σχολικά βιβλία διακρίνονται σε διδακτικά, βοηθήματα και ελεύθερα αναγνώσματα. Τα εγκεκριμένα βοηθητικά εγχειρίδια μπορούσαν να είναι περισσότερα από ένα για κάθε μάθημα. Ο Σύλλογος Διδασκόντων κάθε σχολικής μονάδας, επέλεγε το βοηθητικό βιβλίο που θα χρησιμοποιούνταν και οι μαθητές – τριες (ή τουλάχιστον όσοι –ες είχαν τη δυνατότητα) αγόραζαν τα βιβλία. Έτσι, για το μάθημα της Ιστορίας, για το οποίο δεν προβλεπόταν διδακτικό βιβλίο αλλά μόνο βοηθητικό, έχουμε πλήθος εγκεκριμένων εγχειριδίων.
Τον Ιούνιο του 1950, με την υπ. Αριθμ. 49529/1950 απόφαση του Υπουργείου, ανακοινώνονται οι τίτλοι των πρώτων μεταπολεμικά, βοηθητικών σχολικών βιβλίων Ιστορίας Στ΄ Δημοτικού που ενεκρίθησαν. Τα βιβλία αυτά χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τη σχολική χρονιά 1955-1956.
Η μετεμφυλιακή σχολική ιστορία αποτελεί μια αλυσίδα ηρωικών γεγονότων και ανδραγαθημάτων που επιβεβαιώνουν την εθνική συνέχεια και ενισχύουν την εικόνα ενός έθνους μαχόμενου εναντίον πολυπληθέστερων εχθρών.
Το μετεμφυλιακό κράτος έκτακτης ανάγκης, μέσα από τη σχολική ιστορία επιχειρεί την εμπέδωση μιας εθνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ομοιογένειας που αποκλείει ή έστω αποσιωπά κάθε ταξική, γλωσσική, πολιτισμική διαφοροποίηση και εξιδανικεύει ή συσκοτίζει τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις του παρελθόντος. Το έθνος εμφανίζεται ως μια οντότητα «ενιαία» και «αδιαίρετη», επομένως, οτιδήποτε υπονομεύει αυτή την αντίληψη, ανασκευάζεται ή απλά αποσιωπάται. Στο εγχειρίδιο του Αγγελόπουλου αναπαράγεται ένα ιστορικό σχήμα που στη βάση του έχει την παράδοση του Παπαρρηγόπουλου, η οποία έχει υποστεί μια σειρά από εξωραϊσμούς, αποσιωπήσεις, συμπληρώσεις με επικά αφηγήματα και εθνικούς μύθους αλλά και προσαρμογές στη μετεμφυλιακή συγκυρία ώστε εκλαϊκευμένη, αποστειρωμένη από ακανθώδη ζητήματα και ευθυγραμμισμένη με το ιδεολογικό φορτίο της εθνικοφροσύνης να παραδοθεί για χρήση στις σχολικές τάξεις.
Η εθνική συνέχεια επιβεβαιώνεται και από την κοινή προέλευση των προαιώνιων εθνικών εχθρών. Έτσι, εξαίρεται ιδιαίτερα η συνεχής πάλη του έθνους ενάντια στην «ασιατική βαρβαρότητα» η αφετηρία της οποίας τοποθετείται σύμφωνα με το εγχειρίδιο από την εποχή ακόμα του Τρωικού πολέμου που ο Πάρις «προσέβαλλε τον Μενέλαον» και μαζί μ’ αυτόν «όλους τους Έλληνες». Από τότε σύμφωνα με το συγγραφέα, «οι Ασιατικοί λαοί είναι εχθροί της Ελλάδος με οιονδήποτε όνομα και εάν παρουσιάζονται εις την Ιστορίαν. Εάν
λέγονται Πέρσαι, ή Άβαροι, ή Άραβες, ή Σλαύοι ή Τούρκοι. Είναι ασιατικοί λαοί και από την εποχήν εκείνην την προϊστορικήν αρχίζει η πάλη του Ελληνισμού με την ασιατική βαρβαρότητα». Εδώ ο «από βορράν», εξομοιώνεται με τον «εξ ανατολών κίνδυνο», σημασία δεν έχει η ευρωπαϊκή προέλευση, αλλά η κοινή «βαρβαρική» ασιατική καταγωγή.
Σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού για τα εγχειρίδια της ιστορίας, που δημοσιεύτηκε επί υπουργίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, στις 28 Μαϊου 1949, η «εκλογή και η διάταξη της ύλης εκάστου τεύχους πρέπει να προσαρμόζεται προς τας σχετικάς απαιτήσεις του ισχύοντος προγράμματος», δηλαδή των αναλυτικών προγραμμάτων του 1913. Δεν όριζε ωστόσο η προκήρυξη μέχρι ποιο σημείο θα προχωρούσε η ιστορική αφήγηση ούτε αν θα υπήρχε σχετική αναφορά στον εμφύλιο. Ο συγγραφέας του συγκεκριμένου εγχειριδίου, προτιμά μια σύντομη αναφορά στον εμφύλιο επισημαίνοντας την ανάγκη για ομόνοια, ειρήνη και ανοικοδόμηση χωρίς να παραπέμπει σε γεγονότα, αντιμαχόμενες παρατάξεις, μάχες, νικητές και ηττημένους. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «μέσα στην αγαλλίασιν που ησθάνθη ο ελληνικός λαός δια την απελευθέρωσιν της πολυβασανισμένης χώρας του, αι κομματικαί διαμάχαι δεν τον αφήνουν να χαρή την μεγάλην του χαράν» και έτσι «αντί της ομονοίας, εγεννήθησαν πολλαί ανωμαλίαι». Η ιστορική αφήγηση ολοκληρώνεται με το δημοψήφισμα του 1945, την επαναφορά του Γεώργιου Β΄ και την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα το 1947.