Τα ψηλά βουνά
Το άρθρο αναφέρεται
«Τα Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ένα από τα δεκατρία αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917-20, αποτελούν αναμφίβολα την πιο προωθημένη, υποδειγματική από λογοτεχνική άποψη, έκφραση του τριπλού αναπροσανατολισμού της σχολικής γνώσης που επιδίωκαν στη συγκυρία εκείνη οι εκφραστές του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού: Δημοτική γλώσσα με γραμματική και συντακτική συνέπεια, έμμεση διαπαιδαγώγηση των μαθητών σύμφωνα με τις προτροπές της Νέας Αγωγής, και αστική ιδεολογία με έμφαση στον ορθό λόγο ως μέσο για την επίτευξη της συλλογικής προόδου.
Η ιστορία του βιβλίου, αν και φαινομενικά απλή, είχε πολλαπλές πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις: 26 μαθητές αστικής προέλευσης, απόφοιτοι του λεγόμενου τότε Ελληνικού Σχολείου (αγόρια δηλαδή 13-14 ετών), θα ζήσουν κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών μακριά από τις οικογένειές τους, σε μια ορεινή περιοχή της Ρούμελης. Εκεί, στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στα προβλήματα της κοινής διαβίωσης, θα συγκροτήσουν κοινότητα που έμφαση στην στην ορθολογική οργάνωση, τον αξιοκρατικό καταμερισμό εργασίας, μα και στην μεταξύ τους αλληλεγγύη. Παράλληλα, μέσα από την επαφή τους με τις γειτονικές κοινότητες των αγροτών και των κτηνοτρόφων θα συμβάλουν στην καταπολέμηση των παραδοσιακών προλήψεων και στην διάχυση της ιδέας της τεχνολογικής και της κοινωνικής προόδου. Με δυο λόγια το αναγνωστικό αποτύπωνε στο επίπεδο του σχολικού εγχειριδίου το ευρύτερο σχέδιο του βενιζελισμού για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας.
Ακριβώς για τους λόγους αυτούς το αναγνωστικό δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τη συντηρητική διανόηση της εποχής. Η «Επιτροπεία», στην οποία ανατέθηκε, μετά την πολιτική μεταβολή του 1920 να επανεξετάσει τα αναγνωστικά της δημοτικής, επιφύλαξε για Τα Ψηλά Βουνά την εκτενέστερη και την πλέον οξεία γλωσσική και ιδεολογική κριτική. Την κατεύθυνση της πολεμικής είχε χαράξει από το 1919 ήδη ο επιφανής γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις: Με το βιβλίο αυτό, σημείωνε, εκτός από τον εξοβελισμό της εθνικής γλώσσας, της καθαρεύουσας, επιχειρείται η συστηματική υπονόμευση των τριών πυλώνων του ελληνισμού: του έθνους, της θρησκείας και της οικογένειας.
Εγνωσμένα μαχητικοί, οι επιφανείς του εκπαιδευτικού δημοτικισμού υπερασπίστηκαν το έργο τους. Ειδικότερα ο παιδαγωγός Κώστας Σωτηρίου, πνευματικό παιδί του Δημήτρη Γληνού, δημοσίευσε δεκατέσσερις επιφυλλίδες στην εφημερίδα Νέα Ελλάς τις οποίες αργότερα συγκέντρωσε σε βιβλίο με τίτλο: Τα Ψηλά Βουνά: Απάντηση στην Επιτροπή. Ο κεντρικός στόχος του αναγνωστικού, θα τονίσει, ήταν να «ξεφύγουμε από τον κλασικισμό και να στραφούμε στην πραγματική γύρω μας ζωή». Αντί να καλλιεργείται το δέος για μία ένδοξη μα τελεσίδικα παρελθούσα Ελλάδα, να προταχθεί η γνώση (και δι’ αυτής η αγάπη) για τη σύγχρονη Ελλάδα με τις ομορφιές και τα προβλήματά της. Η εθνική διαπαιδαγώγηση θα επιτευχθεί εμμέσως, καθώς οι μαθητές αναπτύσσουν ουσιαστική σχέση με τη φύση και τις κοινωνικές παραδόσεις της πατρίδας, χωρίς σοβινιστικά κηρύγματα και καλλιέργεια μίσους για τα γειτονικά έθνη.
Στο αριστερό άκρο του ιδεολογικού φάσματος, η νεαρή σοσιαλιστική διανόηση της εποχής θα υποστηρίξει και τις τρεις τομές (γλωσσική, παιδαγωγική και ιδεολογική) της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και ειδικότερα των Ψηλών Βουνών. Τα πιο ενδιαφέροντα και μαχητικά κείμενα αυτής της κατηγορίας ήταν οι επιφυλλίδες του δάσκαλου και σοσιαλιστή ηγέτη Παναγή Δημητράτου στον Ριζοσπάστη: «Υπάρχει εκεί μέσα [στα Ψηλά Βουνά] κάτι που αποτελεί μία πλήρη επανάστασιν, τόσο εις τον τρόπον με τον οποίον εκτιμούσαμε έως τώρα τα αισθήματα των παιδιών και την εκδήλωσιν των αισθημάτων τούτων, όσον και εις την μέθοδον και το υλικόν της παιδαγωγήσεως», θα σημειώσει στα 1919, σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία του αναγνωστικού.
Θα μπορούσε συνεπώς να υποστηριχθεί πως τα μέτωπα στην εκπαιδευτική διαμάχη ήταν ξεκάθαρα: Από τη μια οι δυνάμεις της συντηρητικής παράδοσης, από την άλλη οι δυνάμεις του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού συνεπικουρούμενες από τη σοσιαλιστική διανόηση. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η αντιπαράθεση ήταν περισσότερη σύνθετη, διότι η ιδεολογική κριτική των συντηρητικών έβρισκε ερείσματα και στο χώρο των δημοτικιστών. Χαρακτηριστική περίπτωση η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Στεφανωμένη αργότερα, στη δεκαετία του 1930, με αριστερές δάφνες, εμφανίζεται στα 1919 ως ακραιφνής εθνικίστρια εκδίδοντας ειδικό φυλλάδιο όπου υπογραμμίζει, καταφανώς οργισμένη, ότι από το πρότυπο αναγνωστικό του Κράτους, Τα Ψηλά Βουνά, έχουν «αδυσώπητα παραλειφθεί» οι έννοιες της πατρίδας και της θρησκείας.
Τελικά, τα Ψηλά Βουνά, όπως και τα υπόλοιπα δεκατρία σχολικά εγχειρίδια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, θα αποσυρθούν ύστερα από την πολιτική αλλαγή του 1920 (επακριβώς: τον Ιούνιο του 1921). Αξιοποιήθηκαν, δηλαδή, ως αναγνωστικό της Γ΄ τάξης του Δημοτικού για δυόμισι σχολικά έτη. Παρέμειναν όμως πάντα ελκυστικά ως ελεύθερο παιδικό ανάγνωσμα και γνώρισαν δεκάδες επανεκδόσεις ενώ κατά περιόδους επανήλθαν στα σχολεία ως επίσημο εγχειρίδιο, αλλά για μικρά διαστήματα (1923-24, 1929-32, 1933-34 και 1974-75).