Η ιστορία των νεότερων χρόνων του Γ. Καφεντζή
Το άρθρο αναφέρεται
Στη μεταπολεμική περίοδο, τα σχολικά βιβλία διακρίνονται σε διδακτικά, βοηθήματα και
ελεύθερα αναγνώσματα. Τα εγκεκριμένα βοηθητικά εγχειρίδια μπορούσαν να είναι περισσότερα από ένα για κάθε μάθημα. Ο Σύλλογος Διδασκόντων κάθε σχολικής μονάδας, επέλεγε το βοηθητικό βιβλίο που θα χρησιμοποιούνταν και οι μαθητές/τριες (ή τουλάχιστον όσοι/ες είχαν τη δυνατότητα) αγόραζαν τα βιβλία. Έτσι, για το μάθημα της Ιστορίας, για το οποίο δεν προβλεπόταν διδακτικό βιβλίο αλλά μόνο βοηθητικό, έχουμε πλήθος εγκεκριμένων εγχειριδίων.
Το 1954, ο Υπουργός Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος, εγκρίνει την προκήρυξη για τη συγγραφή νέων βοηθητικών εγχειριδίων ιστορίας για την Ε΄ και Στ΄ τάξη του δημοτικού σχολείου στην οποία καθορίζεται ως σκοπός των εγχειριδίων η καλλιέργεια εθνικού φρονήματος, επαναλαμβάνεται η αναφορά «στο ισχύον πρόγραμμα», δηλαδή στα αναλυτικά προγράμματα του 1913 και αποσαφηνίζεται ότι το εγχειρίδιο της Στ΄ «δέον να περιλαμβάνη την μέχρι της λήξεως του συμμοριτοπολέμου ιστορικήν ύλην». Επομένως, σε αντίθεση με την αντίστοιχη προκήρυξη του 1949, οριοθετείται και το τέλος αλλά και το περιεχόμενο της ιστορικής αφήγησης.
Τον Ιούνιο του 1956, εγκρίνονται 13 βοηθητικά σχολικά εγχειρίδια ιστορίας της Στ΄ με την Εγκριτική Απόφαση 67002/19-6-1956.Τα βιβλία αυτά χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τη σχολική χρονιά 1968-1969.
Το μετεμφυλιακό κράτος έκτακτης ανάγκης, μέσα από τη σχολική ιστορία επιχειρεί την εμπέδωση μιας εθνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ομοιογένειας που αποκλείει ή έστω αποσιωπά κάθε ταξική, γλωσσική, πολιτισμική διαφοροποίηση και εξιδανικεύει ή συσκοτίζει τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις του παρελθόντος. Το έθνος εμφανίζεται ως μια οντότητα «ενιαία» και «αδιαίρετη», επομένως, οτιδήποτε υπονομεύει αυτή την αντίληψη, ανασκευάζεται ή απλά αποσιωπάται.
Στη μετεμφυλιακή περίοδο όπου η αριστερή ιστοριογραφία και ο πολιτικός λόγος του ΕΑΜ και της εαμογενούς αριστεράς αναδείκνυε τους κλεφταρματολούς ως τις προγονικές φιγούρες των ανταρτών, ως τις μορφές που νομιμοποιούσαν πολιτικά και δικαίωναν ιστορικά το αντάρτικο κίνημα, η εθνική ιστοριογραφία όφειλε να σηματοδοτήσει το κίνημα της κλεφτουριάς με τα δικά της πολιτικά πρόσημα. Έτσι, στο εγχειρίδιο του Καφεντζή, οι κλέφτες χαρακτηρίζονται ως φιλελεύθεροι άνδρες που μάχονταν για την πατρίδα και τη θρησκεία: «Οι φιλελεύθεροι ούτοι άνδρες, ωνομάζοντο Κλέφται».
Ακολούθως, σύμφωνα με το εγχειρίδιο, στην περίοδο πολιτικής αστάθειας που ακολουθεί μετά τη μικρασιατική εκστρατεία και τη συντριβή της Μεγάλης Ιδέας, ο βασιλιάς αποτελεί πρωταγωνιστικό πρόσωπο, σταθεροποιητικό παράγοντα του πολιτικού συστήματος, φερέγγυα λύση στα «αδιέξοδα» που προκαλεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Έτσι, η δικτατορία Μεταξά, αποτελεί την ασφαλή διέξοδο από την «πολιτική αστάθεια» της δημοκρατίας: «Το Δημοκρατικόν πολίτευμα δεν ηυδοκίμησεν εις την χώραν, διότι ο λαός διηρέθη εις αντιμαχόμενας μερίδας και ο πολιτικός βίος της χώρας έγινεν ανώμαλος(…)ο λαός αποκαμωμένος επανέφερε τον βασιλέα Γεώργιον τον Οκτώβριον του 1935. Η Ελλάς υπό την στιβαράν διοίκησιν του πρωθυπουργού Ιωάννου Μεταξά είχεν επανεύρει τον δρόμον της».
Ο εμφύλιος εμφανίζεται και σε αυτό το εγχειρίδιο ως αγώνας της Ελλάδας κατά του «σλαυϊσμού» και ταυτόχρονα ως καθοριστικό επεισόδιο της διεθνούς αναμέτρησης με τον κομμουνισμό: «Εναντίον των κομμουνιστικών αυτών δυνάμεων ηγωνίσθη η Ελλάς, αλλά δεν ηδυνήθη ευχερώς να τις καταβάλη, διότι υπεστηρίζοντο από τον εξωτερικόν κομμουνισμόν και υλικώς και διπλωματικώς(…)δεν ήτο πόλεμος προς τους κομμουνιστάς της Ελλάδος αλλά πόλεμος προς τον διεθνή κομμουνισμόν».